Προχθές, 28
Σεπτεμβρίου 2013 και ημέρα Σάββατο, το βιβλιοπωλείο «ΖΕΡΒΟΠΟΥΛΟΥ» κλείνει τις
πόρτες του, ύστερα από 90 χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης λειτουργίας, στο
υπέροχο και ιδιαίτερο κοινό του. Σ’ αυτό το κοινό απευθύνεται το παρόν κείμενο,
γραμμένο μεν κάτω από συγκινησιακή φόρτιση αλλά εν τούτοις χωρίς καμία μίζερη
διάθεση, αποδεχόμενοι απλώς την κυκλική κίνηση των πραγμάτων.
Το βιβλιοπωλείο
ξεκίνησε τη λειτουργία του το έτος 1923 από το Σπύρο Ζερβόπουλο, ο οποίος μετά
την επιστροφή του από τον πόλεμο στη Μικρά Ασία, άνοιξε αυτό το μικρό μαγαζάκι.
Άνθρωπος με σπινθηροβόλο πνεύμα και ανήσυχο μυαλό, συγκέντρωνε σ’ αυτή τη μικρή
γωνιά όλη την πνευματική ελίτ της εποχής του και μέσα σ’ αυτή τη μαγική
αύρα, ανάμεσα στα μελανοδοχεία, τις πενίτσες, τα δερματόδετα βιβλία και τους
σωρούς των χαρτιών, αναζητούσαν απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Όταν
αργά το βράδυ έκλεινε η ξύλινη πόρτα, όλοι επέστρεφαν στο σπίτι τους με ένα
βαθύ αίσθημα πνευματικής ικανοποίησης και το άρωμα αυτών των συναντήσεων διατηρήθηκε
μέχρι σήμερα, με άλλη μορφή βέβαια και με διαφορετικά πρόσωπα, αλλά πάντα
έχοντας την ίδια ουσία.
Στα μέσα της
δεκαετίας του 1960 το μαγαζί αναλαμβάνει η γνωστή σε όλους Αγγελική
Ζερβοπούλου, όπου εργάζεται ακούραστα επί 50 συναπτά έτη, και με το δικό της
χαρακτηριστικά μοναδικό τρόπο το σημαδεύει και προσθέτει ακόμα περισσότερο στο
μαγικό στοιχείο και στην παραδοσιακή του μορφή, η οποία παρέμεινε αναλλοίωτη
αποκλειστικά και μόνο χάρη στην προσωπικότητα της ιδιοκτήτριάς του. Είναι
πρόθυμη να κάνει οτιδήποτε για να εξυπηρετήσει τον πελάτη της, αλλά και δεν του
χαρίζεται αν αυτός δείχνει διάθεση να την ταλαιπωρήσει ή όταν κάνει παζάρια
στην τιμή ή ακόμα χειρότερα όταν αντιτάσσεται στις έντονα δημοκρατικές της
ιδέες.
Η χρόνια
συναναστροφή της με διαφορετικούς τύπους ανθρώπων θα οξύνει το διαισθητικό της
κριτήριο, σε τέτοιο βαθμό, όπου αγγίζοντας απλώς ένα βιβλίο να είναι σε θέση να
πει αν αυτό είναι ή δεν είναι άξιο λόγου, όπως χαρακτηριστικά μου είχε
αναφέρει η κυρία Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου. Με γλώσσα κοφτερή και ιδιότυπη χροιά
φωνής, θα επιχειρεί πάντα να προσελκύσει τους πελάτες της με ένα αξεπέραστο
εμπορικό δαιμόνιο, που δεν εξαντλούνταν στην πώληση βιβλίων και χαρτικών, αλλά
επεκτείνονταν στην σύνταξη αιτήσεων και εγγράφων προς τις δημόσιες υπηρεσίες,
εξυπηρετώντας κυρίως ηλικιωμένους που χρειάζονταν βοήθεια.
Με το πέρασμα του
χρόνου, και με δεδομένη πια την έφεση πολλών κερκυραίων στην ιστορική αναδίφηση
και συγγραφή, το βιβλιοπωλείο θα αποκτήσει την «επτανησιακή» του φυσιογνωμία
φιλοξενώντας στις προθήκες του τα έργα επτανήσιων λογοτεχνών και ιστορικών.
Άνθρωποι, Κερκυραίοι ή μη, αλλά που λάτρεψαν το νησί, θα διαβούν το
κατώφλι της μικρής αυτής γωνιάς και θα αναζητήσουν ένα βιβλίο, μια καρτ ποστάλ,
έναν τουριστικό οδηγό, κάτι εντέλει που θα ενδυναμώνει την ανάμνησή τους γι
αυτό. Πολλοί μάλιστα θα συνδέουν τον ερχομό τους στο νησί με την αναγκαία
επίσκεψη στο ιστορικό βιβλιοπωλείο. Είναι εκπληκτικό να αναλογίζεται κανείς
πόσοι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων πέρασαν από εδώ, άνθρωποι όλων των κοινωνικών
τάξεων και πεποιθήσεων, που συχνά αν όχι πάντα ένιωθαν την ανάγκη να
εκμυστηρευτούν και να καταθέσουν τις στιγμές της προσωπικής τους ευτυχίας ή
λύπης.
Ήταν άλλωστε
φυσικό, αφού η διαρρύθμιση του χώρου και το περιεχόμενό του ενέπνεε και ενίσχυε
την προσωπική επαφή. Ωστόσο, εκείνοι που πραγματικά το αγαπούσαν ανήκαν σε δυο
κατηγορίες. Ήταν οι άνθρωποι της υπαίθρου, που είχαν μάθει από χρόνια να
έρχονται εδώ για να εξυπηρετούνται στα θέματά τους με τις δημόσιες υπηρεσίες,
και το ένιωθαν πολύ οικείο, ίσως γιατί είχε διατηρήσει τον παλιό του χαρακτήρα,
και οι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι, σεμνοί, ταπεινοί και αξιοθαύμαστοι μέσα
στην απόλυτη απλότητά τους.
Αυτοί οι τελευταίοι
έψαχναν τα ράφια μόνοι τους, ευλαβικά και μεθοδικά, για να διαλέξουν κάτι που
τελικά σε άφηνε έκπληκτο, όπως μια μικρή ποιητική συλλογή, πρωτόλειο κάποιου
επίδοξου νέου ποιητή, ή μια ιστορική μελέτη αμφίβολης τεκμηρίωσης, χωρίς ποτέ
να ασκούν κριτική, απλά ακούγοντας και κατανοώντας, απομακρυσμένοι από κάθε
είδους έπαρση και φανφάρα. Υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία, που θα ήταν άδικο να
μην αναφερθεί και αυτή είναι όλοι οι Κερκυραίοι που διαβιούν εκτός του νησιού
μας. Οργανωμένοι σε συλλόγους ή όχι, με την πιο παθιασμένη νοσταλγία για τον
τόπο καταγωγής τους, θα βρίσκουν σ’ αυτό
το σημείο το απόσταγμα της ξεγνοιασιάς των παιδικών τους χρόνων, και την
αίσθηση της επανάκτησής της. Τους ευχαριστούμε όλους αυτούς θερμά και
ειλικρινά, όχι μόνο ως πελάτες, αλλά κυρίως ως ανθρώπους που μας βοήθησαν να
διευρύνουμε τους πνευματικούς και ψυχικούς μας ορίζοντες μέσα από ένα
καταιγισμό απόψεων, ιδεών και στάσεων ζωής και ελπίζουμε αυτό το ουσιαστικό
δούναι και λαβείν να συνεχιστεί κάποτε σε μακρινότερο χρόνο, ίσως με άλλη
μορφή, γιατί η στήριξη που προσφέρει η ελπίδα αλλά και η ανάμνηση ενός
τιμημένου και αξιοζήλευτου παρελθόντος οπλίζει πάντα με θάρρος και
αισιοδοξία για τα δύσκολα που έρχονται.
Γιάννου
(Ζερβοπούλου) Σπυριδούλα.
Υ.Γ. Θα ήθελα
επίσης να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου την κυρία Νέλλα Πανταζή, τον
κύριο Γιώργο Σουρτζίνο, τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Καραμούτσο, τον κύριο Δημήτρη
Ζυμάρη, τον κύριο Χρήστο Μέμμο (Κορφιάτη), τον κύριο Σπύρο Γαούτση, τον κο
Στέφανο Πουλημένο, τον κύριο Σπύρο Καρύδη και τη σύζυγό του κα Παναγιώτα
Τζιβάρα, τον κύριο Γιώργο Καρδάμη,
την Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, αλλά και όσους τώρα σίγουρα μου διαφεύγουν και
γνωρίζουν ότι τους εκτιμώ.
Υπάρχουν 0 σχόλια. Πατήστε εδώ για να προσθέσετε το δικό σας
|