Menu Content/Inhalt
Βιώσιμη Κοινότητα arrow Σελίδες Ιστορίας
ban-pastf.jpg
1864:Ανάδειξη πληρεξουσίων
Μήνας Ιούνος, πριν από 150 περίπου χρόνια (15/30 Ιουνίου 1864 για την ακρίβεια) και στην Κορακιάνα (όπως και σε άλλα χωριά της Κέρκυρας) εξελίσσεται μία διαδικασία συλλογής υπογραφών από το εκλογικό σώμα για την πρόταση υποψηφίων πληρεξούσιων για τη «Β’ των Ελλήνων εις Αθήνας Συνέλευσιν»...
Διαβάστε περισσότερα...
 
Ιστορίες της Κατοχής (1)
madelisspiros.jpg

Από το ημερολόγιο που άφησε ο Σπύρος Δημ.Κένταρχος αντιγράφουμε:

«Το 1940, 1η Οκτωβρίου, έγινε επιστράτευσις 10 ηλικιών, από το 1930 και νεωτέρων και ετοποθετήθησαν όπως και εις την προηγούμενην επιστράτευσιν, εκτός του Ζυγού που μεταφέρθηκαν εις το Γουβί. Εις την Κορακιάνα, εις την αίθουσα του Συνεταιρισμού έμεινε πυροβολικό, ενώ τα πυροβόλα ήτανε σε Άγιον Ηλία… Ήτανε μεγάλη έλλειψις τροφίμων, ζάκχαρη μία ογγιά το άτομο κάθε 15 ημέρας…Τον Οκτώβριο, τας 28 και ώρα 3 π.μ. κήρυξε η Ιταλία τον πόλεμον της Ελλάδος και τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν εις το ελληνικόν έδαφος μέχρι Γουμενίτσης, αλλά έγινε η επιστράτευσις, η Ελλάς εσυγκέντρωσε δυνάμεις και ανέκοψαν την προέλασιν. Την 1η Νοεμβρίου τρία ελληνικά καταδρομικά εβομβάρδισαν τoν Καλαμάν, όπου ήτανε συγκεντρωμέναι ιταλικαί δυνάμεις ιππικού και από 600 έμειναν μόνον 15. Την δε 2α Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, ήρχισαν τα αντίποινα και ήρχισε ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας από αεροπλάνα. Η πρώτη βόμβα έπεσε στην κλινική Βλάση και ακολούθως σε διάφορα μέρη της πόλεως, καθώς και εις το Σωκράκιον, όπου εφόνευσε τον Παρατηρηρήν του Φυλακίου, ένα παιδί από τους Σπάγους και έριξε το σπίτι του Σκούρια. Εσκότωσε δε και τα 2 παιδιά του Θανάση του καρολόγου, μεγάλα, ένα θηλυκό και ένα αρσενικό. Εγώ εδούλευα εις τον Σπαρτύλα, εις το σπίτι του Γκισδάκη και εβλέπαμε όλην την καταστροφήν των αεροπλάνων. Αφίσαμε την εργασίαν και ήλθαμε εις το χωριό, όπου εγκατέλειψαν όλοι τα σπίτια και πήγαν εις τας κατοικίας έξω. Τους βρήκα όλους στα Υψιά και στις 2 η ώρα τη νύκτα ήλθε διαταγή να φύγουμε από πλησίον του χωριού, διότι θα στήσουν αντιαεροπορικά στο βουνό. Πήγαμε εις Μεροβίγλι με τη Ρίνη και το Γιώργη αγκαλιά και στο άλογο του Μάη τα πράγματά μας, σαν τους πρόσφυγες. Ήτανε η οικογένεια η δική μου, του Μάη, του Χειμώνα και του Καπώνη…

Ο βομβαρδισμός ήτανε συνεχής. Κάθε μέρα είχαμε επιδρομές. Την μεγαλύτερη ημέρα επιδρομών είχαμε της Αγίας Αικατερίνης: 23 επιδρομάς με 12 βομβαρδισμούς σε διάφορα μέρη της Νήσου, καθώς και εις το Σκριπερό εις την Γράβα. Εγώ εδούλευα εις τον Βασιλικόν του Σπύρου Παπαγιάννη και έβαζα σκόρδα και εκείνη την ημέρα έτρεχα στις σφαλιές, τα δε βλήματα έφθασαν μέχρι εκεί και έκοψαν κλαριά από ελιές. Την άλλη μέρα, του Αγίου Στυλιανού, ήτανε πάλι τα ίδια και εμβοβάρδισαν και εις τον Άγιον Ισίδωρον εις τας στροφάς, έριξαν μέχρι 20 βόμβες. Ήτανε τρία αεροπλάνα. Εγώ ήμουνα κρυμμένος εις την ελιά που είναι πλησίον του Τσεμπέλη την κορυφή, κάτω από του Μπουρλάκου, που έχει τρεις κλώνους. Την άλλη μέρα είχαμε βομβαρδισμό από θαλάσσης. Εβαρούσαν από τον Παντοκράτορα μέχρι το Σιδάρι, όλα τα’ Αγύρου. Έριξαν μέχρι 1.200 οβίδες, αλλά δεν έκαμαν τίποτε, μόνον ένας στρατιώτης τραυματίας και μία γυναίκα στο Σιδάρι. Εν συνόλω έγιναν μέχρι της καταλήψεως της Κέρκυρας από τους Ιταλούς, περί τους 67 βομβαρδισμούς…

Εις το χωριό (αφού το νησί είχε πλέον καταληφθεί) ήτανε έδρα του 18ου Συντάγματος και έμεναν περί τους 100 άνδρες εις την Μηχανή, ο δε Διοικητής εις το σπίτι του Τσότσορου, εις του Γογγύλη τα γραφεία του Συντάγματος, στου Πελή, στο Σύλλογο, στου Πολυλά, στου Μούλου και αλλού (έμεναν) αξιωματικοί, εις του Μπουρλάκου ιταλική αστυνομία, καθώς και εις το Σκριπερό. Είχαμε πείνα μεγάλη. Ψωμί 4 ογγιές, πότε μας δίνανε και πότε όχι, 2 ½ ογγιές μανέστρα δια 15 ημέρας, 5 ογγιές ρύζι και 5 ογγιές ζάχαρη για κάθε άτομο. Το κρασί 20 δρ. το καρτούτσο, το λάδι 27, τα αβγά 8, οι πατάτες 10. Άλλα είδη δεν υπήρχαν…»

 
Το Συνέδριο του 1905...που πιθανότατα δεν έγινε
Στο βιβλίο «Σημειώσεις στο μάθημα της Νέο-ελληνικής Λογοτεχνίας» που διδάσκεται στη Φιλολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, αναφέρεται ότι « Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης μεταφράζει αρχαίους Έλληνες, Λατίνους και ινδική λογοτεχνία και δημοσιεύει μεταφράσεις και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής. Παράλληλα πρωτοστατεί στη διεξαγωγή ενός Συνεδρίου δημοτικιστών στην Κορακιάνα με την παρουσία του Αλέξανδρου. Πάλλη (1905)...»
Αναζητώντας τεκμηρίωση για την πραγματοποίηση ή μη του σημαντικού αυτού Συνεδρίου και μάλιστα στο χωριό μας, οδηγηθήκαμε με τη βοήθεια φίλων (1) στο τεύχος 1115 του Περιοδικού «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», που φιλοξενεί ένα αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Εκεί, μεταξύ άλλων αναφέρεται:
«…Το 1905 ο Κ. Θεοτόκης είχε και μίαν άλλη παρένθεση. Το συνέδριο των δημοτικιστών. Το χρόνο εκείνο, ο Αλέξανδρος Πάλλης, γυρίζοντας από τα Γιάννενα, όπου πήγαινε για δεύτερη φορά προσκυνητής στα χώματα που γεννήθηκε, πέρασε από την Κέρκυρα. Με την ευκαιρία αυτού του ταξιδιού ο Θεοτόκης σκέφτηκε να οργανώσει ένα συνέδριο δημοτικιστών «στους Κορφούς».Τα «Ορεστιακά» ήταν πρόσφατα και ο Πάλλης δεν είχε καμία διάθεση να κατεβή στην Αθήνα. Πι
o καλύτερη ευκαιρία για να μαζευτούν στην Κέρκυρα οι μαχητές του δημοτικισμού και να συζητήσουν τα προβλήματα που δημιουργούσε ο αγώνας; Ο Θεοτόκης γράφει στον Ταγκόπουλο για να τον προσκαλέσει, καλεί τον Παλαμά, το Γρυπάρη, συσταίνει στο διευθυντή του «Νουμά» να τηλεγραφήσει στον Ψυχάρη νάρθει και αυτός. Είναι γεμάτος ενθουσιασμό που ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός θα συντελεστεί στην Κέρκυρα. Τελικά όμως το συνέδριο δημοτικιστών δεν πραγματοποιήθηκε στην έκταση που το σχεδίασε ο Θεοτόκης, γιατί οι προσκεκλημένοι, με διάφορες δικαιολογίες, απέφυγαν το ταξίδι στην Κέρκυρα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το Θεοτόκη και τους άλλους Κερκυραίους λογίους να συζητήσουν με τον Αλέξανδρο Πάλλη, το γλωσσικό.
Ο Α.Α. Πάλλης, γιος του μεταφραστή της Ιλιάδας, σε μερικές αυτοβιογραφικές σελίδες, δίνει μια γραφική εικόνα αυτής της «συνάντησης» της Κέρκυρας…
Διαβάστε περισσότερα...
 
Τρύγος του 1953...

Σεπτέμβρης, Φθινόπωρο, μέρες τρύγου... Η κυρία Νίνα Νικ. Τσιριγώτη θυμάται περιστατικά και λεπτομέρειες από τους τρύγους του παλιού καιρού...

trigos1953a.jpg«‘Αμα δεν ήτανε φεγγάρι δεν ετρύγαγε ο πατέρας μου...Το φεγγάρι έπρεπε να είναι 6 (η)μερώ(ν) τουλάχιστο. Οι παλιοί λέγανε για την περίσταση: «Του Αυγούστου οι δρύμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα»....
Πρώτη μας δουλειά στον τρύγο ήτανε να βρούμε τα υποζύγια, γαϊδάρους από τη γειτονιά, κόφες, εργατικό προσωπικό για να μαζέψουν τα σταφύλια και ξεκινούσαμε (για το κτήμα) τραγουδώντας. Όταν φτάναμε εκεί, η έννοια του πατέρα μου ήταν να κοιτάξει το θέμα της υγρασίας. Αν είχε δροσιά δεν ξεκινούσαμε να τρυγίσουμε, ώσπου να σηκωθεί ο ήλιος, να «πιάσει» το αμπέλι και να βγει το κρεμόρο, εκείνη η πάχνη που καλύπτει το σταφύλι και χρειάζεται για τη ζύμωση. Εάν το κρεμόρο έχει ελατωθεί από τη δροσιά, το κρασί θα ξυνίσει. Τότε λοιπόν, κρατώντας ψαλίδες και μαχαίρια, κόβαμε τα σταφύλια από τα κλήματα και τα βάζαμε σε μεγάλες κόφες. Όταν αυτές γιόμιζαν τις τουλουπώναμε (σκεπάζαμε) με σεντόνια και πανιά και τις βάναμε στη γραμμή. Όταν γινότανε τρία-τέσσερα φορτώματα, ανάλογα και με τους γαϊδάρους που είχαμε, ξεκινούσαμε για το χωριό. Στο δρόμο δίναμε στους περαστικούς σταφύλια από τις άκρες της κόφας και αυτοί μας έλεγαν «και του χρόνου».Στο χωριό τα αδειάζαμε στο μεγάλο το σκαφόνι και ξαναπηγαίναμε στο αμπέλι, ώσπου να τελειώσει το τρύγημα. Τα σταφύλια μένανε απάτητα στο σκαφόνι μέχρι να τελειώσει ο τρύγος και 2-3 μέρες παραπάνω, για να «ανάψουνε». Μετά ερχότανε ο πατητής, ένας ή δύο ανάλογα με το σκαφόνι. Στην πορεία του πατήματος, ο πατητής έπρεπε να έχει το νου του γιατί διαφορετικά τον «έπνιγε» το κρασί. Μια φορά ο συχωρεμένος ο Γιάννης ο Ρούντος (Μαρτζούκος) εφώναξε το περίφημο «Διαμαντίνα (1) βγάλε τον πύρο ‘τι πνίγομαι» (από τις αναθυμιάσεις του κρασιού που «ανέβαινε» μέσα στο σκαφόνι).
trigos1953.jpgΤώρα, βγάζοντας το κρασί από το σκαφόνι το βάζανε σε κάτι μαστέλες, αγγειά, τα αποδοχάρια. Από εκεί αν θέλανε να το κάμουνε «πάτημα-σύρμα» (δηλαδή άβραστο) το βάζανε κατευθείαν στο βαρέλι, που χωρούσε 20-30 ξέστες, ανάλογα τι είχε ο καθένας. Χρησιμοποιούσανε ένα μεγάλο χωνί, στερεωμένο πάνω σε μια ανάποδη πυροστιά. Αν θέλανε κρασί «βρασμένο», το ρίχνανε από το αποδοχάρι στο σκαφόνι και έβραζε εκεί με τα τσίπουρα για 5-6 μέρες.
Αφού έβγαινε το «βραστό» κρασί, αφαιρούσανε τα κορφινά τσίπουρα, τα «ξινο-τσίπουρα», από τα οποία φτιάνανε ξύδι. Τα άλλα τσίπουρα τα ζύφανε στα ζυφτήρια. Από αυτά (με την προσθήκη νερού και ζάχαρης) έβγαινε ο «μπλόντζος», το γαλλικό «μποζολέ» όπως το λέω εγώ, που πίνεται φρέσκος και σε σύντομο διάστημα, μέχρι το Νοέμβρη.
Στο τέλος του τρύγου, πριν από τα πατήματα, το βράδυ στο σπίτι κάναμε τραπέζι στους εργάτες. Τρώγαμε, συνήθως μπακαλάρο με πατάτες, πίναμε, γλεντούσαμε, τραγουδούσαμε και ευχόμαστε «και του χρόνου»....».

Στη μία φωτογραφία, εικονίζονται η Νίνα Ιωνά (Τσίριγκα), η Χρυσούλα και ο Νικηφόρος Μπαλατσινός, στα αμπέλια στου «Μαρμαρά» και στην άλλη η Νίνα Τσιριγώτη, στον τρύγο του 1953. Και οι δύο προέρχονται από το φωτογραφικό φακό του Γιάννη Μπαλατσινού.

(1) η Διαμαντίνα, η Μαντίλω, από τους Ευρωπούλους, νύφη στην Κορακιάνα

 
Οι Ιταλοί στην Κορακιάνα του 1941

Με αφορμή μια παλιά φωτογραφία, ο Βασίλης Παν. Κοντοστάνος θυμάται:
«Την Άνοιξη του 1941 οι Ιταλοί εισβάλλουν στην Κέρκυρα...Οι πρώτοι βομβαρδισμοί θα γίνουν στην περιοχή του Άη-Σίδερου, για να κοπεί η συγκοινωνία με τη βόρεια Κέρκυρα, μέσω Σωκρακίου...
zaxarias2.jpgΠαιδιά τότε, παρακολουθούσαμε την πορεία των βομβαρδιστικών: δύο γύρες πάνω από τις κορυφές του Παντελεήμονα και του Κόρεντη και στην τρίτη έριξαν τις βόμβες. Στο Σωκράκι σκοτώθηκε από τον βομβαρδισμό ένας στρατιώτης, όμως ο σκοπός της επιχείρησης δεν επιτεύχθηκε (μετά την απελευθέρωση κατέβασαν από το βουνό με τα κάρα 3-4 βόμβες)...

Στη συνέχεια, μία διμοιρία Ιταλών κατακτητών εγκαταστάθηκε στο χωριό μας, επιτάσσοντας αρκετά κτίρια...Σε ένα από αυτά, στο σημερινό σπίτι του Γιάννη Κένταρχου, στην τοποθεσία «Χαχάνου», στέγασαν το μαγειρείο τους, ενώ απέναντι ακριβώς, στη μάντρα (τότε) της οικογένειας Σαββανή έστησαν σκηνές. Πιο πέρα, στην αυλή της εκκλησίας της Παναγιάς διαμόρφωσαν ένα υπόστεγο για τα στρατιωτικά τους οχήματα.

Μόλις ξεκίνησε η λειτουργία του μαγειρείου, τα μεσημέρια στο «ξεμαγείρεμα», μαζεύονταν εκεί παιδιά ηλικίας 7-10 ετών, πεινασμένα, για να εξασφαλίσουν λίγο ζωμό από «πάστα-σούτα» (μακαρόνια) ή κανένα κόκαλο με λίγο κρέας. Το καθένα κρατούσε ένα τενεκεδάκι σε μέγεθος ποτηριού, το οποίο γέμιζε καθημερινά με ότι περίσσευε... Σε γενικές γραμμές, οι Ιταλοί ήταν καλοί στη συμπεριφορά τους...»

Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1941 έξω από το μαγειρείο, από τον φωτογράφο Παναγιώτη Σπίγγο (Κασέλα). Και σε αυτήν απεικονίζονται, εκτός από τους Ιταλούς στρατιώτες, τα παιδιά (τότε): Σπύρος Ιωνάς (Κουτσούνης), Στέλιος Μαρτζούκος (Μπουνής), Νίκος Ιωνάς (Μπούκης), Γιάννης Κένταρχος (Ποντίνας), Αναστάσιος Σπίγγος (Κασέλας), Δημήτρης Μεταλληνός (Τσόμπος), Γιάννης Φαϊτάς (Καβάσιλας), Γεώργιος Κοντοστάνος (Παντερέλος), Βασίλης Κοντοστάνος (Παντερέλος), Πέτρος Σπίγγος (Κουκουκής), Γιάννης Ιωνάς (Κουτσούνης) και Σπύρος Κένταρχος (Κούλιος).  

Διαβάστε περισσότερα...
 
<< Αρχική < Προηγ. 1 2 3 4 5 6 Επόμ. > Τελευταία >>

Αποτελέσματα 19 - 27 από 48
Locations of visitors to this page
Forecast | Maps | Radar