Menu Content/Inhalt
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - "Η Ντελησυφέρω" PDF  | Εκτύπωση |  E-mail
Γράφει ο/η Κβκ   
25.12.07

papadiamantis.jpgΠώς βιάστηκε κι εσήμανε τόσο νωρίς ο παπα-Μανώλης ο Σιρέτης για τη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία; Ή δε θα χε ύπνο ή θα χε σταματήσει το ρολόι του ή τον γέλασε το ξυπνητήρι του. Αλλες χρονιές η καμπάνα βαρούσε τέσσα­ρες ώρες πριν να φέξει, τώρα χτύπησε βαθιά τα μεσάνυχτα. Κι η Θεια-Μαριώ η Χρήσταινα, που την ξέρανε όλοι με το παρατσούκλι Ντελησυφέρω. μόλις έκλει­σε τα μάτια της για έναν υπνάκο, κι αμέσως την ξύπνησαν τα χαρμόσυνα καμπανοχτυπήματα. Κι αυτή, που τις άλλες χρονιές, ήτανε στο πόδι μια ώρα αρχήτερα, πριν σημάνει, στολισμένη κι έτοιμη, για να πάει. με την ώρα της να πιάσει και το στασίδι της, στο διαμέρισμα που 'χανε ορίσει για τις γερόντισσες - που βρισκότανε χωριστά απ' το γυναικωνίτη, στο επίπεδο του ναού, κατά τη βορειοδυτική γωνιά - τώρα μόλις θα πρόφταινε να ντυθεί και να ετοιμαστεί και θα τρέχε βιαστικά, μήπως προλάβει καμιά άλλη - από κείνες που πηγαίνουνε στην εκκλησιά δυο φορές το χρόνο, για να δείξουνε τα στολίδια τους- και της πάρει μ' αδιαντροπιά το στασίδι της...

Σηκώθηκε, ντύθηκε και στολίστηκε και φόρεσε το μακρύ μεταξωτό μαντίλι της ξύπνησε και το μικρό εγγονάκι της, το νίψε το στόλισε, άφησε τη νύφη της τη χήρα να κοιμάται μαζί με το μικρό κοριτσάκι της, άναψε το φαναράκι της και βγήκε συντροφιά με το εγγονάκι της.

Κι είχε δίκιο ν΄ ανησυχεί για το στασίδι, γιατί οι περισσότερες οι τωρινές, είναι βιλάνες (απολίτιστες-ξυπόλητες), ξούρες-μαρούσες (τεμπέλες και γυρίστρες), αναφάνταλες (αδιάντροπες), αστάνευτες (ξετσίπωτες). Δεν ξέρει κάθε μια την αράδα της. Αυτή, για να ξέρει καλά τη δική της και να προσπαθεί με πάντα τρόπο να την φυλάξει, της βγάλανε  κι αυτό το παρεγκώμι (παρατσούκλι), και την είπανε  Ντελησυφέρω. Οι τωρινές νομίζανε τάχα πως ήτανε «ντελήδισα για το συμφέρον  της» και δεν θυμόντουσαν πια τα παραμύθια της κυρούλας τους : Κίνησε ο  βασιλιάς να πάει στο σεφέρι, που θα πει εκστρατεία, πόλεμος.

Και στ αλήθεια, με το ν΄ αγαπά τον πόλεμο η Θεια-Μαριώ. η Χρησταινα συμφωνούσε, χωρίς να το ξέρει, πέρα ως πέρα. με τον αρχαίο Έλληνα, που είπε: «πόλεμος πάντων πατήρ».

Πόλεμο σ΄ ολόκληρη τη γυναικεία σφαίρα της, πόλεμο ακόμη και στην αντρική δικαιοδοσία, που χρειάστηκε να χει το μυαλό της ξύπνιο ή Χρήσταινα και μεγάλο θάρρος, μια κι έμεινε νέα χήρα, κι ήτανε αναγκασμένη να ναι και πατέρας και μάνα για τα ορφανά της.

Έπειτα, σαν πέθανε γιος της και της άφησε δεύτερη ορφάνια, έγινε και παππούς και γιαγιά για τα  εγγονάκια της. Πόλεμο μέσα στο σπίτι της για να επιβάλλει την πειθαρχεία στα παιδιά της ή στην νύφη της ή στα παιδιά των παιδιών της, πόλεμο στην αυλή και στο δρόμο για να λογικέψει τη γειτόνισσα, που την ενοχλούσε,  πόλεμο στο φούρνο για τα ψωμιά, πόλεμο στα λιοτόπια με τους κακούς γείτονες,  πόλεμο στην αγορά με τους μπακάληδες που κλέβανε στο ζύγι και βγάζανε το ένα άλλο ένα,  πόλεμο με τους τοκογλύφους, πόλεμο στα δημόσια γραφεία και τ αρχεία με τους υπαλλήλους, που σ επνίγανε. και τους εισπράχτορες. που σε ρουφούσανε, πόλεμο στην εκκλησιά για το στασίδι και την «αράδα της».

Ήτανε ψηλή, ξερακιανή, μαυριδερή και παλικαρού. Στη ζωή της, κατά και­ρούς, θα χε δείρει πέντ-έξι άντρες ένα πλεονέχτη γείτονα στα χτήματα της έναν ψιλικαντζή, που της «επανώγραφε» τα λίγα βερεσέδια της, ένα νέο χωρο­φύλακα κι ένα εισπράχτορα του Δημοσίου, που της ζητούσε, καθώς επέμενε η ίδια δυο φορές τον ίδιο φόρο. Γυναίκες πια είχε δείρει πάρα πολλές στο φούρνο και σ έναν αυλόγυρο, που απλώνανε τα πλυμένα ρούχα, και στην εξοχή κι αλλού, και μια στην εκκλησιά!

Ευτυχώς αυτή τη φορά εκείνη που χε τολμήσει να της πάρει το στασίδι της -  πρέπει να τανε πολύ άπειρη, γιατί αλλιώτικα δε θα τολμούσε να τα βάλει με την Ντελησυφέρω - ίσως γιατί το κάνε χωρίς να το ξέρει, έδειξε μεγάλη υποχώρηση σαν είδε τη γρια με το μακρύ μεταξωτό κεφαλομάντιλο και τη βλοσυρή ματιά, να ρχεται με φόρα. σαν θύελλα, ίσα κατά πάνω της (μια γυναίκα κάτι της ψιθύρισε στ αυτί), κατέβηκε και της παραχώρησε τη θέση της.
- Ελα. Θεια-Μαργώ. είπεν εγώ δεν το ξερα, πλιό. πως ήτανε δικό σου το στασίδι.
Και το επεισόδιο έληξε με λίγα μονάχα μουρμουρίσματα. Εκείνη τη χρονιά δεν συνέβηκε ούτε δάρσιμο. ούτε μαλλιοτραβήγματα στο διαμέρισμα που στε-κόντουσαν οι γριούλες.

Στην αντικρινή, την νοτιοδυτική γωνιά της εκκλησιάς, φαινόντουσαν κάτι αντρικά πρόσωπα να χαμογελάνε κι άλλοι να κάνουνε μορφασμούς. Κάτι άλλο συνέβαινε. Δυο παράξενοι γέροι, ο Νταραδήμος κι ο καπετάν Γιώργης ο Κονόμος, είχανε τη μανία ο μεν πρώτος ν απαγγέλνει με φωνή που ακουγόταν αρκετά, πριν να τα πει ακόμα ο παπάς ή ο ψάλτης ή ο διαβαστής, κι άλλοτε πάλι σαν να βοηθούσε τον ψάλτη από μακριά, όλα τα μέρη της ακολουθίας, τροπάρια,  ψαλμούς, λόγια του παπά. Ο δε δεύτερος να δείχνει, πως δεν ανέχεται αυτή τη μανία μανία, και να την κοροϊδεύει και να την ειρωνεύεται. Ο Νταραδήμος. στο γωνια­κό ακριβώς στασίδι, έλεγε σαν να ήτανε υποβολέας:

-«Ο Θεός, ο Θεός μου προς σε ορθρίζω, εδίψησε σε η ψυχή μου».
Κι ο πρωτοψάλτης, στο γιουδέα (μέρος όπου στέκονται οι Ψάλτες), πάνω απ το Δεσποτικό, επαναλάμβανε:

-«Ο Θεός. ο Θεός μου, προς σε ορθρίζω».

Κι ο Κονόμος, που βρισκότανε δυο-τρία στασίδια παραμπρός, γυρνώντας στους διπλανούς του, έλεγε.

-Τα΄ ακούτε, χριστιανοί; Τ' ακούσατε; Και δεν ξέραμε να τον παίρναμε αποβραδίς στα σπίτια μας, να μας τα πει όλα!... θα γλιτώναμε απ' τον κόπο να ρθούμε στην εκκλησιά.

Κι ακούγοντας αυτά οι χριστιανοί, δύσκολα πνίγανε τα γέλια τους.
Μετά πάλιν, σαν άρχισε ο ψάλτης

-«Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Σωτήρ...».

Ο Νταραδήμος έψελνε μαζί του κι ο γερο-Κονόμος γκρίνιαζε:
-Τον ακούτε, βρε παιδιά;... Ανόητοι, που πάν' και κοπιάζουν για να μάθουν ψαλτικά... δεν τον παίρνουν δάσκαλο, να τους μάθει τζάμπα!

Κι αυτοί που τον ακούγανε, άθελα τους γελάγανε.

Συνέχεια, μια στιγμή πριν ο παπα-Μανωλιός να πει «Συ γαρ ει ο βασιλεύς της ειρήνης...» ο Νταραδήμος έλεγε απ έξω: «Συ γαρ ει ο βασιλεύς...».

Κι ο γερο-Κονόμος:

-«Τ' ακούσατε, χριστιανοί; Δυο λειτουργίες κάνουμε τώρα. Πάνε και σκοτί­ζονται και πληρώνουν, για να γίνουν παπάδες... δεν βάζουν τον Νταραδήμο. που είναι ο ίδιος και παπάς και διάκος και ψάλτης;».

Μετά από πέντε λεπτά, κάποια μικρή αναταραχή φάνηκε μέσα στο χορό, ανάμεσα στους λίγους μάγκες και μαθητές του Ελληνικού Σχολείου, που κυκλώνανε σαν βουερά μελίσσια τα δυο αναλόγια. Επρόκειτο να κανοναρχίσει (λέω τα λόγια) τις «προαιρέσεις». Τον ειρμό (αρχικό τροπάριο) της Θ' ωδής. που τελειώνει στις λέξεις «όση πέφυκεν η προαίρεσις δίδου». άγνωστο αν ο κύρ -Αναγνώστης της Ευγενίτσας ή ο μπαρμπ -Αναγνώστης ο Παρθένιος ή κανένας άλλος παλιότερός του εξήγησε το τροπάριο, πως έλεγε να δίνουνε, για το καλό της ημέρας, προαιρετικά φιλοδω­ρήματα στον κανόναρχο, κι έτσι είχε επικρατήσει η συνήθεια, όταν το παιδί που κανοναρχούσε τέλειωνε εκείνο το στίχο, να γυρίζει στο εκκλησίασμα μ ανοιχτό το Μηναίο (βιβλίο για κάθε μήνα) αρχίζοντας απ' τους προεστούς και τους άλλους, που χάνε στασί­δια, αυτοί φιλοτιμιόντουσαν και ρίχνανε μέσα στο βιβλίο ασημένια κέρματα, τούρκικα, σπάνια κανένα σβάντζικο, για ν' «ασημώσουνε» τον κανόναρχο.
Αυτή τη νύχτα θέλησε επίμονα να πει «τας προαιρέσεις» ο γιος του παπά-Μανωλή, ο Αλέκος, κι άρπαξε μονάχος του το Μηναίο απ' τα χέρια του άλλου Αλέκου, που ήτανε ανεψιός του προεστού και γιος του ψάλτη. Μετά, σαν ο Αλέκος κανονάρχησε μέχρι το «δεινόν παιδοκτόνον εγκατέλειπον παιζόμε-νον». πριν ν αρχίσει το «Στέργειν μεν ημάς», μετάνιωσε κι έκραξε τον συνονό­ματο του.

-Τι θέλεις:

-Δεν λέω εγώ «τας προαιρέσεις» ντρέπομαι πες τις εσύ.
Ο άλλος Αλέκος άρπαξε αχόρταστα το Μηναίο κι εκανονάρχησε τις «προαιρέσεις». Αμέσως τότε έτρεξε γύρω-γύρω απλώνοντας το βιβλίο για να τον ασημώσουνε. Εκεί κάτω απ το Δεσποτικό, ένα αλητάκι εξάμωσε το χέρι για να  του αρπάξει ένα πενηνταράκι. Ο Αλέκος έκανε να κλείσει το Μηναίο. ‘Αλλος  μάγκας, ο Αλλοιβαβαίος που τον λέγανε, κατάφερε ένα χτύπημα στο βιβλίο και το αναποδογύρισε. Τ' ασημένια κέρματα χυθήκανε κουδουνίζοντας κάτω στις πλάκες. Δυο-τρία παιδιά σκύψανε με θόρυβο κάτω ψάχνοντας για να βρούνε τα ασημένια λεφτά.

Ο πιο κερδισμένος απ όλους βγήκεν ο Νικολός του Διανέλου. που χωρίς να κοπιάσει να σκύψει κάτω, είδεν ένα σβάντζικο και δυο άλλα μικρότερα νομίσμα­τα, που πρόφτασε να τα πλακώσει με το πέλμα του ποδιού του. Μετά, σηκώνο­ντας το βλέμμα του και βλέποντας τους γέρους να σταυροκοπιούνται -επειδή εκείνη τη στιγμή ψέλνανε το τέλος ενός τροπαρίου, που έλεγεν  «την χάριν δε Παρθένε, νέμοις άχραντε, προσκυνήσαι το κλέος»- τους μιμήθηκε κι αυτός, με πολλή ευλάβεια!

Τέλος μπήκανε και στη λειτουργία, που τελείωσε πολύ γρήγορα. Στο τελος ακριβώς, πριν ο παπάς να πει το «μετά φόβου Θεού», κάτω απ το τελευταίο στασίδι, ακούστηκε και πάλι η φωνή του γερο-Νταραδήμου.
-«Κύριε, Κύριε, άνοιξον ημίν». «Μετά φόβου Θεού, πίστεως!... Ευλογημέ­νος ο ερχόμενος...».

Ο γερο-Κονόμος, μισογυρίζοντας την πλάτη του προς αυτόν, έκανε με μισό σταυρό.
-«Κύριε ελέησον!... προσκυνάτε, χριστιανοί! Καταδώ. κατά τον Νταραδήμο, γυρίστε!
Κι επήγε ν ασπασθεί και να πάρει το αντίδωρον.

...


Έξω στα στενά σοκάκια του βορινού ψηλού χωριού, ψιλοχιόνιζε και φυσούσε τρελός βοριάς. Ο Νταραδήμος είχε ανάψει το φαναράκι του, ο καπετάν- Κονόμος τον ακολουθούσε από μακριά.

-Καρτέρει κι εμένα, Δήμο. να μ φέξεις λιγάκι.

Πίσω απ τον γερο-Κονόμο ερχότανε η Χρήσταινα η Ντελησυφέρω με το εγγονάκι της.

-Καλή χρονιά, γείτονα, βοήθεια μας ο Χριστός!

-Καλή ψυχή, γειτόνισσα.

Προχωρήσανε λίγα βήματα μαζί. Φτάσανε στην αυλή του σπιτιού του γερο-Κονόμου.
-Έρχεσαι να κάνουμε μια δουλειά, Δήμο; είπεν ο γερο-Κονόμος. Εσένα η  γριά σ βαριέται, δε θα σο χει ζεστασιά. Εμένα η Κονόμισσα θα μο χει κάτι τι. Ανεβαίνεις; Εγώ δεν έχω ύπνο.

-Καλά, θα σας στείλω κι εγώ τηγανίτες αλειψές, είπεν η Ντελησυφέρω.
-Μετά χαράς θα τις δεχτούμε, γειτόνισσα.

Ανεβήκανε οι δυο τους στ αρχοντικό του γερο-Κονόμου. Στρωθήκανε στα πλούσια μεντέρια σιμά στην παφλάζουσα φωτιά του τζακιού. Τα φουσκάκια (τους λουκουμάδες) τα είχεν ετοιμάσει η γερόντισσα. Το φαγί το είχε καταβασμένο και δεν είχε ρίξει το ρύζι για τη σούπα, πριν να ρθει ο γέρος να της πει.

Μετά από δέκα λεφτά έφτασε κι η Ντελησυφέρω, φέρνοντας τηγανίτες.
Φαίνεται θα τις είχεν έτοιμες η χήρα. η νύφη της.

Σε λίγο ήρθε κι ο παπα-Μανωλής. που τώρα μόλις τελείωσε απ την εκκλη­σιά, μαζί με το γιο του τον Αλέκο, που τον συντρόφευε κι ο άλλος Αλέκος.
Ριχτήκανε στα φουσκάκια. Ο Αλέκος του παπά δάγκωνε ένα, καιγότανε και το φυσούσε. Ο άλλος, ο συνονόματος του, έτρωγε δυο-δυο, χωρίς να καίγεται.
Το μπουκάλι με τη μαστίχα έκανε δυο-τρεις γύρους.

Ο γερο-Κονόμος λέγει στον Νταραδήμο:

-Θα μας πεις τώρα και κανένα τροπάρι, για την καλή χρονιά: Μην εξέχασαν κανένα οι ψαλτάδες και δεν το είπαν:

-Αληθινά, είπεν ο Νταραδήμος, απαράτησαν ένα Mεγαλυνάριον, δεν ξέρω πώς τους ήρθε.

«Μεγάλυνον, ψυχή μου. την αγνήν παρθένον. την γεννησαμένην Χριστόν τον Βασιλέα».
Μυστήριον ξένον...


                                                                                              Αλεξανδρος Παπαδιαμάντης



Τελευταία ανανέωση ( 30.12.08 )
 
< Προηγ.   Επόμ. >
Locations of visitors to this page
Forecast | Maps | Radar