Όπως στις περισσότερες περιπτώσεις, έτσι και στο χωριό μας η πορεία των παλιών καφενείων, ενός ασφαλούς δείκτη του περάσματος από την συμπαγή κοινότητα στην «κοινωνία των ατόμων», ακολουθεί την πορεία ολάκερου του χωριού και της μικρής του κοινωνίας τις τελευταίες δύο-τρεις δεκαετίες...
Το καφενείο του Γιάννη Λάσκαρη στις Μουργάδες, το προ-τελευταίο καφενείο της σημερινής Άνω Κορακιάνας, λειτουργούσε από την εποχή ακόμα του πατέρα του. Ένα ισόγειο γωνιακό κτίριο, με τρεις περίτεχνες θολωτές πόρτες από την πλευρά του δρόμου. Ήταν οινοπωλείο περισσότερο παρά καφενείο. Για μια κούπα κρασί επιτόπου μετά τον καθημερινό κάματο ή ένα μπουκάλι κρασί για το σπίτι. Αλλά και για ένα ποτηράκι οινόπνευμα, ούζο ή κονιάκ, ή για ένα φλιτζάνι μυρωδάτο σταροκαφέ για τον εργάτη, που πριν ακόμα φέξει ξεκινούσε για το μεροκάματο...
Ο εσωτερικός του χώρος χωρίζονταν ανισομερώς από ένα μακρύ ξύλινο πάγκο, πάνω και πίσω από τον οποίο βρισκόταν αραδιασμένα όλα τα χρειαζούμενα για τη λειτουργία του καταστήματος: επιτραπέζια ζυγαριά, ένα μικρό πετρογκάζ και τα «σύνεργα» για τους καφέδες, ποτήρια και φλιτζάνια διαφόρων μεγεθών, καρτούτσα για το κρασί, ένα μικρό ψυγείο στη γωνία που προφανώς προστέθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και ένας μικρός χώρος για το αράδιασμα της αλληλογραφίας που έφερνε ο ταχυδρόμος...Ολόκληρος ο τοίχος πίσω από τον πάγκο, ένα χαρακτηριστικό ντεκόρ από μισο-αραχνιασμένα, άδεια και γιομάτα μπουκάλια από λογιών λογιών ποτά, αφημένα εκεί από δεκαετίες πολλές, ξεχασμένα. Στον υπόλοιπο χώρο απλωμένα πέντε με έξι τραπέζια περιτρυγυρισμένα από στρογγυλές, ξύλινες καρέκλες, στα οποία συχνότερα στο παρελθόν και αραιότερα στη συνέχεια, αναπτύσσονταν η χαρτοπαιξία.
Περνώντας μικρός έξω από το καφενείο, σούρουπο, συχνά κολλούσα από περιέργεια το πρόσωπό μου στο τζάμι της πόρτας να περιεργαστώ τη θολή από τους καπνούς των τσιγάρων ατμόσφαιρα και στη συνέχεια το αυτί μου, για να αφουγκραστώ τη σιγανή, αδιάκοπη βουή από τις συζητήσεις που γινόταν στο εσωτερικό. Μερικές φορές αντίκριζα εκεί τον πατέρα μου, αφημένο με κλειστά τα μάτια σε μια άβολη καρέκλα να απολαμβάνει, όπως μου έλεγε αργότερα, και τα δύο.
Γενικά η ζωή και η λειτουργία του καφενείου-οινοπωλείου ακολουθούσε τους ράθυμους ρυθμούς του ιδιοκτήτη του, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των θαμώνων.
Τους καλοκαιρινούς μήνες όμως, το καφενείο μεταμορφωνόταν κυριολεκτικά. Καταρχήν μεταφέρονταν έξω από το κτίριο, ριζά στο δρόμο και στο μικρό του μπαλκόνι. Ιδιαίτερα δε στις υγρές και ζεστές νύχτες του Αυγούστου, ο κόσμος παρέμενε εκεί μέχρι αργά, ενίοτε έως λίγο πριν να φέξει. Το καφενείο ήταν τις μέρες αυτές «ανοικτό» και στις πιο μικρές ηλικίες, καθώς κουρνιασμένοι και όσο επέτρεπαν οι αντοχές μας, παρακολουθούσαμε από κάποια γωνιά τις ατελείωτες συζητήσεις, εξιστορήσεις, ανέκδοτα. Για τον ιδιοκτήτη με τα περίεργα και ακατάστατα ωράρια, έμοιαζε να είναι αδιάφορος ο ημερήσιος τζίρος, όσο η απόλαυση της παρέας, των εξ Αθηνών συνομηλίκων και φίλων του.
Τα χρόνια πέρασαν, οι παλαιότεροι αραίωναν, οι παρέες όλο και λιγόστευαν...ένα μόνο δεν άλλαξε...οι συνήθειες του ιδιοκτήτη του, μέχρι την ώρα που αναχώρησε και αυτός ...Τα ηνία προσπάθησε να κρατήσει η σύζυγός του Χαρίκλεια, προσωποποίηση του «έξω καρδιά» χαρακτήρα, μέχρι και το τυπικό κλείσιμο του καφενείου φέτος, προκειμένου να μετατραπεί μάλλον σε οικία...
|