Menu Content/Inhalt
Βιώσιμη Κοινότητα arrow Πρόσωπα arrow Ο Μίλιος ο Σέρβος (Αιμίλιος Φοντώρ)
ban-pastf.jpg
Ο Μίλιος ο Σέρβος (Αιμίλιος Φοντώρ)

Ο πατέρας μας Αιμίλιος Φοντώρ, γνωστός στο χωριό ως «Μίλιος ο Σέρβος», βρέθηκε στην Κορακιάνα μετά από τις γνωστές περιπέτειες του Σερβικού στρατού κατά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου παντρεύτηκε την μητέρα μας Μαριάννα Σπίγγου, αδελφή  του Νοδάρου...

Διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του  Προξένου της Σερβίας στην Κέρκυρα, που κατά τη δεκαετία του 1930  στεγαζόταν  σε κτίριο δίπλα στο σημερινό μουσείο Αντιβουνιώτισσας. Συνέβαλλε στην ανακομιδή των οστών των Σέρβων στρατιωτών, που ήταν θαμμένοι σε  διάφορα πρόχειρα νεκροταφεία, καθώς και  σε κτήμα απέναντι από τα σημερινά Λύκεια του Δήμου Φαιάκων. Τα οστά μεταφέρθηκαν στο μαυσωλείο που κατασκευάστηκε τότε  για το σκοπό αυτό στο νησί Βίδο, και αποτελεί ως σήμερα τόπο προσκυνήματος για του Σέρβους.

sxediofodor.jpgΈγινε γνωστός για το επάγγελμά του, που μη υπάρχοντος αντίστοιχου, ο θείος μας ο Νοδάρος  το ονόμασε «ελαιοχρωματιστής- κοσμηματογράφος». Είχε τελειώσει στο Βελιγράδι το «Μικρό Πολυτεχνείο», όπου διδάχθηκε την τεχνική της κατασκευής των τοιχογραφιών - οροφογραφιών  (η τεχνική ήταν κάτι σαν τα σημερινά στένσιλς). Κατασκεύαζε μόνος του στάμπα από χοντρό χαρτί πολύ μεγάλου μεγέθους. Τη μεγέθυνση έφτιαχνε μόνος του, με μόνο εργαλείο τα χέρια του, από μικροσκοπικά δειγματολόγια που είχε φέρει από το Βελιγράδι. Έπειτα τα εφάρμοζε στον τοίχο και έβαφε καλύπτοντας όλη την επιφάνεια του τοίχου με χρώματα  που κατασκεύαζε επίσης μόνος του, χρησιμοποιώντας αυγά, λάδι, σκόνες και άλλα υλικά. Ακόμη έβαφε έπιπλα από παλιά, χωρίς αξία ξύλα, με τρόπο που τα έκανε να μοιάζουν με μόγανο (μαόνι), και  την τεχνική αυτή την έλεγε «ρόβερ». Για την τεχνική αυτή, εκτός από τις βαφές δικής του κατασκευής, χρησιμοποιούσε ακόμη διάφορα εργαλεία όπως σπάτουλες με οδοντωτά τελειώματα, φτερά από ουρά γάλου, πινέλα από τρίχα αλεπούς και άλλα που τα κατασκεύαζε επίσης μόνος του.

Όταν άρχισε να ασκεί αυτό το επάγγελμα στην Κέρκυρα έλεγε χαρακτηριστικά με τα σπασμένα ελληνικά του: «Εγώ  νε  είχα ανάγκη. Πήγαινα στο καφενείο, έβανα αυτό (το δειγματολόγιό του) πάνω στο τραπέζι, και ερχότανε οι ντουλιές να-να.  Αυτοί (οι απλοί ελαιοχρωματιστές) βάνουνε ένα λερωμένο βρακί και κάνουνε ότι είναι πιτόροι. Πριτσ-πριτς». Πράγματι, αυτός ήταν πάντα καθαρός και καλοντυμένος, ένας αληθινός άρχοντας. Έκλεινε  τις καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες δουλειές. Έβαψε τα μεγαλύτερα αρχοντικά της Κέρκυρας και τις περισσότερες εκκλησίες. Ενδεικτικά,  δούλεψε στο αρχοντικό Δεσύλλα στην Κουκουρίτσα, στου Καπέλου στο χωριό Επίσκεψη, στην εκκλησία  του Σωκρακίου, ζωγράφισε στο παλιό ξενοδοχείο Splendid που βρισκόταν στις Καλντελάκουες απέναντι από το Δημαρχείο της Κέρκυρας. Όταν άνοιξε τις πύλες στις ολοκληρωμένες πλέον αίθουσες, ο κόσμος έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του έργου του. Σε μία αίθουσα ήταν ένα τεράστιο περσικό χαλί ζωγραφισμένο στο τοίχο.  Δούλευε πάντοτε με κλειστές τις πόρτες, μαζί με τους μαθητές- βοηθούς του (τελευταίοι ήταν ο Νίκος Σαββανής -Καράσας, Σπύρος Σαββανής -Κατσικάς, Κένταρχος Σπύρος- Μαδέλης)  και δεν επέτρεπε σε κανέναν να μπει πριν την ολοκλήρωση του έργου του. Επίσης δούλευε μόνο το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα δεν το επέτρεπε η υγρασία. Δούλεψε επίσης και στα ανάκτορα του Μον-Ρεπό, όπου σώζεται ακόμη έργο του.
                            fodor_sokraki.jpg 

Όταν έγινε ο πόλεμος του 1940, βομβαρδίστηκε η αποθήκη υλικών που διέθετε  στην οδό Καποδιστρίου, στην πόλη της Κέρκυρας, και έχασε τα πάντα. Ήρθε τότε στην Κορακιάνα όπου ήταν η μόνιμη κατοικία της οικογένειάς του,  όπου για να επιβιώσει, άλλαξε δουλειά και καθώς ήταν άριστος ερασιτέχνης ζαχαροπλάστης και μάγειρας, με συνεταίρο το Στάθη Ιωνά- Κοπριά, άνοιξαν εστιατόριο- ζαχαροπλαστείο  και είχαν και μάγειρα τον Αλέξη Μαρτζούκο -Μπακαλάρο. Στεγάστηκαν στο σημερινό σπίτι της κόρης του Τσάντας Ιωνά. Ο Παπα-Κουρίνης τότε, με το γνωστό σκωπτικό του ύφος,  του έγραψε ποίημα:

katastfodor.jpg«Ο Μίλιος άλλαξε δουλειά και άφηκε τα πινέλα
στου Ξύδη κάνει μαγαζί κι έβαλε και ταμπέλα,
πουλεί γιαούρτι και κρασί και είδη πολλά άλλα
και ασφαλώς τα κέρδη του θα ‘ναι πολύ μεγάλα.....»

Η ταμπέλα του έγραφε το παρακάτω ποίημα που συνέθεσε μόνος του:

«Καλώς ήρτες στρατιώτη,
ορίστε πάρε ό,τι
Πάρε κάτι από εμένανε,
που έχω εγώ για σένανε
Ξυλάκια, τσιγάρα, χαρτοφάκελα
και για παπούτσια πάτινα
Έχω και διάφορα γλυκά,
αν θέλεις παίρνει κι από αυτά.
Ναι !! ακόμη έχω και κρασί,
που κάνει τη καρδιά χρυσή»

Ο Αιμίλιος ήξερε από πόλεμο και την πελατεία του αποτελούσαν κυρίως οι Ιταλοί στρατιώτες που είχανε επιτάξει σπίτια και έμεναν στο χωριό. Είχανε δε και λέσχη αξιωματικών στο σημερινό σπίτι του Γιάννη Μαρτζούκου, που βρίσκεται πριν από το καφενείο του Σινιόρου.  Έτσι επιβίωσε  αυτός και εμείς οι τέσσερις κόρες του, αφού η μητέρα μας χάθηκε  στη διάρκεια της κατοχής από ασθένεια.

Μετά το πόλεμο συνέχισε το επάγγελμα του «Ελαιοχρωματιστή-κοσμηματογράφου», σπούδασε την κόρη του Κατερίνα γιατρό, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη και για κορίτσι, και έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα στην Κορακιάνα, όπου πέθανε στα χέρια των θυγατέρων του ευτυχισμένος και περιτριγυρισμένος από τα μέχρι τότε γεννημένα εγγόνια του Σταύρο Σαββανή, Μαριάννα Ιωνά-Βαρούχα, Αλέκο Ιωνά και Γρηγόρη Σαββανή.

Δυστυχώς ελάχιστα δείγματα της δουλειάς του σώζονται σήμερα. Τα περισσότερα έχουν καταστραφεί λόγω της υγρασίας. Στην Κορακιάνα σώζονται κάποιες πόρτες  εισόδου με τεχνική «ρόβερ» στην πάνω Μουργάδα, και τοιχογραφίες σε μερικά σπίτια,  ένα εκ των οποίων είναι το σπίτι του Ζερβόπουλου Νίκου- Βλάγκα. Δείγμα, όχι όμως ολοκληρωμένο, της δουλειάς  του είναι η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που βάφτηκε πρόσφατα από το μαθητή του Νίκο Σαββανή- Καράσα.  Επίσης υπέροχο και καλοδιατηρημένο δείγμα της δουλειάς του αποτελεί η εκκλησία  της Αγίας Βαρβάρας στο Σωκράκι.

ΣΗΜ.: το κείμενο αυτό γράφτηκε στις 28-3-2008 από τις κόρες του Αιμίλιου Φοντώρ,
Κική  Φοντώρ- Περίδη και Τσάντα Φοντώρ-Ιωνά

.

 
< Προηγ.   Επόμ. >
Locations of visitors to this page
Forecast | Maps | Radar