Η συγκοινωνία στα μέσα του προηγούμενου αιώνα... |
Γράφει ο/η Σπίγγος Σπύρος του Αλεξάνδρου | |
03.04.08 | |
"Το 1937 ακόμα, τα κάρα ήτανε τα μόνα μέσα συγκοινωνίας. Υπήρχαν τριών ειδών κάρα: υπήρχε το κάρο με τσι δύο ψηλές ρόδες, υπήρχε ο αραμπάς που ‘χε τέσσερις ρόδες, δύο μικρές μπροστά και δύο μεγάλες πίσω και τέλος η λίσα, που ‘χε τέσσερις ρόδες ομοιόμορφες. Εκτός από αυτά ήτανε και η σούστα, που αυτή ήτανε συνήθως για εμπορεύματα που παράγουνε στα «Γύρου», δηλαδή φρούτα, σταφύλια ροδάκινα τέτοια πράματα. Τις χρησιμοποιούσανε τσι σούστες για να μη χτυπιόνται τα εμπορεύματα. Οι αρχόντοι είχανε τα καροτσιά. Ήταν μία σούστα μικρή, που έπαιρνε 2 το πολύ 3 άτομα και το αλογάκι, ένα μικρό αλογάκι. Αυτό το καροτσί ήτανε η κούρσα των αρχόντων, των νοικοκυραίων, σαν σημερινό ΙΧ. Εκτός από τα κάρα και τσι σούστες υπήρχανε και τ' άλογα και οι γαϊδάροι, όπου επέρνανε τα δικά τους πράματα από το χωριό στην πόλη ή εφέρνανε πράγματα από την πόλη. Ήτανε τα ιδιωτικά ας πούμε, μέσα... Δρομολόγια και στάσεις Τα κάρα από τα «Γύρου» είχανε 2 άλογα. Ξεκινούσανε από το Σιδάρι, ή από διάφορα χωριά, από τα Κάτω Αγύρου και εζέφανε το ένα άλογο δίπλα στο άλλο, μέχρι που ν' ανεβούνε τον Παντελέημονα. Εκεί σταματούσε το κάρο και επήγαινε μόνο με το ένα το άλογο στην πόλη. Στο γυρισμό από την πόλη (οι Αγυριώτες εκάνανε δύο μέρες, δεν πηγαίνανε μονομερνά) στο Σκριπερό, εζέφανε πάλε δεύτερο άλογο για ενίσχυση, για να ανεβούνε την ανηφόρα του Παντελέημονα. Επειδή οι δρόμοι ήτανε ανηφορικοί, ανώμαλοι και μακρινοί, χρησιμοποιούσανε τα κάρα αυτά για μεγαλύτερη ευκολία. Δηλαδή στα «Γύρου» δε μπορούσε να πάει μία λίσα να δουλέψει, γιατί το κάρο μπορούσε να τραβήξει το διπλό, μέχρι και 500 λίτρες ας πούμε, ενώ η λίσα τραβούσε 250. Αυτή ήτανε η διαφορά. Δηλαδή όσο πιο μεγάλη ήτανε η ρόδα, τόσο πιο εύκολα ξεπερνούσε και τσι πέτρες του δρόμου. Εδώ στη περιοχή οι δρόμοι ήτανε όπως είναι τώρα. Αλλά τότες ήτανε με πέτρες. Οι περισσότεροι είχανε ανοιχτεί επί Θεοτόκη, το 1903. Ο κεντρικός δρόμος που έρχεται από τη πόλη για να πας στα Γύρου, ήταν πριν από το Θεοτόκη. Μετά ο Θεοτόκης έκανε αυτές τσι διακλαδώσεις για να πάς στο Σωκράκι. Στο δρόμο για το Σωκράκι εδούλεψε ο πατέρας μου και η μάνα μου, όταν τονε κάνανε, κουβαλώντας πέτρα, αλλά και πολλοί άλλοι από εδώ από το χωριό μας.
Στα δρομολόγια αυτά υπήρχανε στο δρόμο κάποιες στάσεις: στου Φωτσή στου Σγόμπου, στου Τζάβρου, στου Άνθη στο Κοντόκαλι, παλιότερα και στο σπίτι το δικό μου στου Τσολού, γιατί το σπίτι εκείνο το έκαμε ο πάππους γι αυτή τη δουλειά, για χάνι (1). Εκεί, στα χάνια αυτά προσφέρανε τσου περαστικούς ποτά, καφέ και κονιάκ. Ποτίζανε τα άλογα και παλιά, πολύ παλιά είχανε και να κοιμηθούνε. Εκτός από τα δρομολόγια για τη χώρα, εκάναμε δρομολόγια και εδώ στην περιοχή, δηλαδή μέσα στο χωριό, φέρναμε σταφύλια. Αυτή τη δουλειά την κάναμε με τσι μηχανές, μετά. Απ' όπου ήτανε αμπέλια. Από το μεσημέρι και μετά, με τσι μηχανές κουβαλούσαμε σταφύλια, όποιος είχε πελάτες δηλαδή. Εγώ κουβαλούσα πολλά σταφύλια Και μετά με τσι μηχανές μπορούσαμε να πάμε και σε άλλο χωριό να πάρουμε αγώι, ας πούμε. Έμένα μου ‘τυχε να πάω σε ξένα χωριά, δεν πήγα όμως γιατί δε πρόφταινα. Η χρέωση γινότανε με μετρήματα. Αναλόγως...Εσύ υπολόγιζες ότι στο δρομολόγιο θα πάρεις ντομάτες και ας πούμε έπρεπε να βγάλεις τόσα λεφτά... το μοίραζες σ' αυτά και σε 4-5 σακιά αλεύρι και έλεγες ας πούμε 50 φράγκα. Δεν υπήρχε κάτι συνεννοημένο από πρωτού. Θυμάμαι παίρναμε 5 δραχμές τη ξέστα το λάδι και παίρναμε και 8 φράγκα το σακί το αλεύρι. Αυτά ήτανε στάνταρ. Τώρα τα υπόλοιπα, ή σου ‘δινε αυτός ή του ‘λεγες εσύ ας πούμε.
Όλα αυτά, οι καρότσες, οι λίσες και τα κάρα, ήτανε δημόσιας χρήσεως και εκάνανε κάθε μέρα το δρομολόγιο από το χωριό στην πόλη. Άμα είχανε δουλειά δηλαδή. Κάρα είχε υποχρεωτικά κάθε χωριό, ήταν η συγκοινωνία του. Κάρο από το Σκριπερό είχε ο Φίλης, ο Γωνιός, ο Μπαρούτης, στο Κατωμέρι είχε ο πατέρας του Μαργαρίτη, ο πεθερός του Τάκη του Γόμπου, ο Κάντας και ακόμη ο Φουντούλης και ο Στάθης ο Ντελακέζας. Την ίδια περίοδο δούλευε και το λιμάνι του Ύψου, με το Σίμο τον Καλούδη. Οι περισσότεροι Κατωμερίτες και οι Αγιομαρκίτες εδουλεύανε με τα καΐκια, όπως και οι Σινιώτες από εκείνη την πλευρά. Αυτή η ιστορία κράτησε μέχρι το 1957. Εγώ, ο Μπής, ο Κούλης και δύο Σωκρακίτες ημάστενε οι τελευταίοι στην περιοχή. Τότε, ο Καραμανλής μας έδωκε το δικαίωμα άδειας μοτοσικλέτας. Έτσι, το 1959 πήραμε αυτές τσι πράσινες τσι μηχανές. Τώρα, εκτός από όλα αυτά, υπήρχανε πριν ακόμα από τον πόλεμο του 1940 και άλλα μέσα. Το κάρο που είχε ο Τζίτζιρας το αντικατέστησε με λεωφορείο, που ήτανε επιβατηγό. Το κάρο που είχε ο Καράσσας ο Χρύσανθος, το αντικατέστησε με φορτηγό. Εμείς αντικαταστήσαμε τα κάρα με τσι μηχανές. Όποιος ήθελε να εγκαταλείψει το κάρο έπαιρνε 10 χιλιάδες αποζημίωση από το κράτος, γιατί είχανε βγει τα ταξί. Δε σε υποχρεώνανε να πάρεις ταξί, αλλά όποιος ήθελε να φύγει από το επάγγελμα τον αποζημιώνανε. Αυτοί που πήρανε τα ταξί ήτανε εκείνοι που είχανε τσι καρότσες. Η καρότσα έγινε ταξί, εξελίχτηκε σε ταξί. Και τα κάρα αντικατασταθήκανε με τρίκυκλα και μετά με αυτοκίνητα Δημοσίας Χρήσεως. Στην Κέρκυρα ήτανε τότε 250 μηχανές. Οι Κορακιανίτες είναι οι πρώτοι που φέρανε αυτοκίνητο στη Κέρκυρα. Και επιβατηγά και φορτηγά, όπως του Φώντα, του Σουρούκλη και του Στεφανή του Καράσσα. Και μοτοσικλέτες οι Κορακιανίτες επήραμε πρώτοι από όλους. Τα αυτοκίνητα αυτά εκουβαλούσανε ξύλα, άμμο, λιόστα, τέτοια πράματα, οικοδομικά περισσότερο.
Δεν ήτανε σε ανταγωνισμό με το δικό μας επάγγελμα. Ήτανε άλλος κλάδος, για μεγάλες δουλειές, αφού ένα φορτηγό κουβαλούσε 2 κυβικά χαλίκι, που το άλογο θα έκανε 50 δρόμους για να το φέρει. Ναι, το άλογο δεν μπορούσε να το φέρει, ούτε 10 λάτες δε μπορούσε να φέρει, θα έκανε πενήντα δρόμους. Δεν τα κουβαλούσαμε εμείς αυτά τα πράγματα. Ήτανε το πιο σκληρό απ' όλα τα επαγγέλματα. Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι εκτεθειμένος σ' όλα τα στοιχεία της φύσης και να μη μπορείς να τρέξεις να μπεις κάπου. Θα τα φας όλα καθ' οδόν αυτά τα πράγματα. Εκτός και σε βρει κοντά σε κανένα χάνι και μπορείς να χωθείς μέσα. Αν σε βρει στο ενδιάμεσο θα κάτσεις να τη φας τη βροχή. Θυμάμαι μία φορά, που δε θα τη ξεχάσω και πεθαμένος. Ερχόμουνα από τη χώρα και είχα πάρει τη στροφή τση Πλατυτέρας και ο αέρας μου γύρισε το πανί τση ομπρέλας. Είδες καμία φορά που κάνει κύματα το νερό. Αυτά τα κύματα επέφτανε απάνω μου. Ώσπου να την ξαναφέρω πάλε, είχα γίνει σούρωμα. Την ξαναφέρνω, αλλά εδώ τσου Καπουτσίνους παίρνει και το πανί ο αέρας, το ‘σκισε και ήρθα πεζή από τσου Καπουτσίνους στο χωριό, και τα ποδάρια μου μέσα πετούσανε νερό, με αποτέλεσμα όταν έφτακα στο χωριό και ήμουνα στεγνός, αφού στου Τζάβρου είχε σταματήσει το νερό, έβγαινε αχνός από πάνω μου, από τον ιδρώτα και από το άμπωμα του κάρου.
Το φαγητό του αλόγου ήτανε καμία δεκαριά λίτρες την ημέρα και χωριστά τα πίτυρα. Στη χώρα όταν πήγαινες θα του ‘δινες βρώμη. Το βράδυ θα του 'δινες πίτυρα. Μερικοί ανακατεύανε τη βρώμη με κρασί, για να έχει το άλογο δύναμη, όπως ένας άνθρωπος που «κάνει κεφάλι».
Στον πόλεμο, οι Γερμανοί μας πήρανε τα κάρα και τα άλογα. Τα επιτάξανε όταν εφεύγανε. Δεν ξέρω τι τα κάνανε. Ακόμα, μας πέρνανε για αγκαρία. Έχω πάει και εγώ. Στο Παντελέημονα 3 φορές. Με βρήκανε μεγαλόσωμο γιατί εγώ με τσου Γερμανούς ήμουνα 15 χρονώ. Όταν ήρθανε οι Ιταλοί ήμουνα13χρονώ. Εκάτσανε 4 χρόνια αυτοί μέχρι να τσου διώξουμε από δω πέρα. Με την Κατοχή δεν ασχουλούμουνα με το κάρο, δεν μπορούσα να το κυκλοφορήσω. Το απαγορεύανε. Και τι να πάρεις και τι να φέρεις; Καταργήθηκε μοναχό του το επάγγελμα, δεν υπήρχε τίποτα. Θυμάμαι τα τελευταία χρόνια που πήγαινα με τη μηχανή και περνούσα από του Αλέξη, από του Σουλιμέντου, του Μπαμίχα, από τη πλατεία Ψυχιατρείου, ή από το Μαντούκι για να πάρω το αλεύρι από του Ζαφειρόπουλου. Και όταν δεν έμπαινε τ' άλογο, φορτωνόμουνα τα εμπορεύματα στην πλάτη έως και 1.000 μέτρα μέχρι το κάρο. Το στέκι μου το μεσημέρι ήτανε για καφέ στου Μπαλατσινού, από καλοκαίρι. Έτρωγα στην ταβέρνα του Μαύρου και στου Ρωμαίου και σ' ένα ωραίο μαγαζί, τση Χρυσής, πιο πέρα. Πρόλαβα και το Μαρκά στη Σπηλιά και όλα τα σπίτια που ήτανε εκεί, μαζί και το Μονοπώλιο. Ήτανε εκεί που κάνουνε τώρα στάση τα ταξί. Θυμήθηκα και τα σπίτια μέχρι κάτω την παραλία, που ερχότανε τα εμπορεύματα με τα καΐκια. Εκεί που είναι τώρα το κτίριο του λιμεναρχείου, ήτανε όλο σπίτια σα λαϊκή αγορά. Η αγορά αυτή ήτανε όλη σκεπασμένη και κτισμένη γύρω-γύρω και είχε δύο πόρτες, μία από τη μία μεριά και μία από την άλλη. Καταστράφηκε με τον πόλεμο και μαζί όλα εκείνα τα σπίτια. Ήτανε κέντρο εμπορικό. Είχανε και ταβέρνες εκεί, τα πάντα. Εκεί είχε και ο Κώστας ο Μουσκουνάς μαγαζί, καφενείο, που το λέγανε «ο Μαρκάς». Είχε ταβέρνα και ο πατέρας του Ρέγγη, για την ακρίβεια ένα είδος μπακάλικου με εδώδιμα και δίπλα ένα μικρό ταβερνάκι για πρόχειρο φαγητό.
Αυτή η ζωή ήτανε τότες. Καμία φορά σκέφτομαι και λέω. Ακόμα ζώ; Γιατί ούτε και εγώ ξέρω τι έχω τραβήξει. Έκανα την ποιο σκληρή δουλειά..."
(1) Τα σπίτια τα δικά μας τα κανονικά ήτανε εδώ στο χωριό, τση Χαριτωμένης, του Νικολού και μέχρι απάνω του Νόμου και όλα εκείνα μετά από του Μαρτζούκου του Θανάση ήτανε Τσολάτικα. |
< Προηγ. | Επόμ. > |
---|