Menu Content/Inhalt
Βιώσιμη Κοινότητα arrow Τέχνες arrow "Κορακιάνα" -΄ποίημα Σπ. Ιωνά

ban-simeraf.jpg

"Κορακιάνα" -΄ποίημα Σπ. Ιωνά
«Τούτο το ποίημα γράφτηκε σε στιγμές νοσταλγίας για το μεγάλο νόστο στη γενέτειρα γη. Σχεδιασμένο σε απείθαρχο μέτρο και παιγνιδιάρικη ρίμα, υπακούει μόνο σε κάποιους ρυθμούς ψυχής μια και τούτη είναι μοναδικός οδηγός του. Κι αν δεν του πρέπουν περγαμηνές για λόγο νέο, όμως δεν μπορεί να του αμφισβητήσει κανείς ένα έντονο λυρισμό που τραγουδιέται απ' όλη τη φύση, που είναι το ίδιο το χωριό. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν σε κάποιο ανάσαμα ενός λουλουδιού, σε κάποιο ξεψύχισμα ενός άστρου. Και κάποτε ο μελαγχολικός τόνος, υπέρτατη αρετή του λυρισμού, ξεδιπλώνεται μέσα από μνήμες, μέσα από τον ιερό χώρο της σιωπής. Και αν δεν υπάρχουν μέσα σ' αυτό κάποιες μεταφυσικές εξάρσεις για τις ανθρώπινες αγωνίες, αυτές κατακρημνίζονται αμέσως στο θείο χάσμα που ανοίγει η έντονη παρουσία του φυσικού κάλλους. Δεν ξέρω αν μπόρεσα να αποδώσω ότι αισθανόμουνα τη στιγμή που το έγγραφα, ένα όμως ξέρω καλά. Ότι δεν θα μπορούσα να γράψω τίποτα παραπάνω...»

ΚΟΡΑΚΙΑΝΑ


Απ΄το γεφύρι των Γιατρών σαν δρασκελίσεις
δρόμος στενός
που απ' το βάρος του ίσκιου αγκομαχά,
κάτω απ' τα πόδια σου
δροσιά αλάβαστρο σαν ξεψυχά... 

Και ο ουρανός
σκόρπιες φωτοματιές
αχνόγελα, διαβάτη σε καλούν να λύσεις
τα μάγια που πλανεύτρα νύκτα
έπλεξε μέσα στις ρεματιές.
Όνειρα, μίση, πάθια πνύκτα
και στάσου μ΄όλες τις αισθήσεις
ορθάνοικτες εμπρός στο θάμα. 

Κάθε πνοή και μύρο
κάθε φωνή και ένα τραγούδι
ρίξε το βλέμα σου τριγύρω
και δεν θα δεις λουλούδι
απ' τα λυπητερά ζουμπούλια
μέχρι τα φοβισμένα γιούλια
απ΄τους ψηλούς κισσούς στα κλώνια
ως τα θανατερά ασφοβήλια
και από τη μελαγχολική μπεγκόνια
μέχρι τη μπουκαμβίλια,
να μη σου γνέφει. 

Κι ύστερα πάλι κίνα
πάρε απ΄τις μάγισσες το ντέφι
κόψε μυρτιές και σχοίνα
ρίξτα στα πόδια της Αρχόντισσας που στέκει
στο ριψοβούνι, μια σειρά μαργαριτάρια.
Πλέξε στεφάνι από ταπεινά χορτάρια
και απείθωσέ το ευλαβικά
στα χέρια της πούναι απλωμένα
στου ορίζοντα τα δύο σημεία
κ΄ύστερα σήκωσε τα μάτια θαμπωμένα
ψηλά, στ΄Αγιο της πρόσωπο
για να αισθανθείς μια ξώκοσμη ηρεμία. 

Και τώρα στάσου, άρπαξε τη ζωή
που απλόχερα σου δίνεται
ζήσε την κάτω απ' τις πελώριες περγουλιές
και κοίταξε ψηλά να δεις πως γίνεται
το δάκρυ του Θεού δροσοσταλιές.   

Ξάπλωσε κάτω απ' τις πανύψηλες εληές
μέτρησε πάνω τους αιώνες
και ρώτησέ τες να σου πουν
για κάποιους άλλους μεγάλους Παρθενώνες.
Μη φοβηθείς το μεσημεριανό λιοπύρι
ουράνια φλόγα
που χύνεται περίσια
κι ας λιώνουν οι σταυροί στο κοιμητήρι
μέχρι τη στάλα στο ποτήρι,
δες τα πανύψηλα τα κυπαρίσια
που σαν σπαθιά
καρφώνουνε τον Ήλιο.
Αυτή είναι η Φύση, αιώνιο πανηγύρι
αυτή διαβάτη ευλόγα
κι ανάσανε βαθειά
τη μοσχοβολημένη γύρι. 

Και σαν ο Ήλιος γύρει προς τα πλάγια
στερνές κόκκινες ηλιακτίδες
πεθαίνουν πάνω απ΄τις στέγες των σπιτιών
απ΄τα χρωματιστά μπαλκόνια.
Είναι μια άλλη άγια ώρα
που ανοίγουν οι πύλες των κάτω παλατιών
για να προβάλλουν τώρα
φαντάσματα, αερικά, τελώνια.
Μη φοβηθείς, προχώρα
η νυχτα εδώ είναι γεμάτη μάγια
και σαν ανηφορήσεις
κάθησε εκεί στα θρυλικά μουράγια.
Έ!! Νάξερες πόνοι, χαρές, ελπίδες
στέκουν βουβές σε κάθε πέτρα
πέρασαν πια, αν θέλεις μέτρα
χιλιάδες αστραπές από πυγολαμπίδες. 

Άκουσε κάποια κουκουβάγια
σ΄ένα λυπητερό σκοπό
εξώκοσμο, παράξενο, μυστήριο
δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω
θαρρώ πως είναι προσκλητήριο
χωρίς απόκριση καμμιά
έφυγαν όλοι για ταξείδι μακρυνό
το βλέπω θλίβεσαι, και γω θρηνώ
του ασκηταριού την ερημιά. 

Μη στέκεις άλλο εδώ, ξεκίνα
για τ'αψηλό ανηφόρι.
Αλαφροϊσκιωτο ξωκλήσι
στέκεται στου βουνού τη ράχη
δεν κατοικούν εδώ ξωμάχοι
της ζήσης, μόνο ρασσοφόροι
κοιμούνται μες΄τα σπλάχνα του.
Όλα σιωπούν, κι αυτά κι εκείνα
παντού σιγή γαλήνια βασιλεύει
σήμαντρα, πεύκα, δρόμοι, βράχοι
όλα δέονται και η ζωή μανάχη
δέεται και αυτή και δεν σαλεύει.
Κάθησε ακόμα λίγο εκεί
η νύκτα η σαγηνεύτρα ξεψυχάει
του κάτω κόσμου η φυλακή
άφησε λεύτερο το λαγγεμένο το φεγγάρι.
Κοίταξε πως αργοκυλάει
μέσα από τ΄άστρα σαν μαργαριτάρι.
Κάλεσε τον πιο τρανό λυράρη
να ψάλλει την φεγγαροντυμένη
χιλιάδες από αχτίδες αργυρές
την ακολουθούν μελισσοσμάρι.
Τίποτα πια δεν σου απομένει
μόνο τούτο, άνοιξε με κατάνυξη
του νέου κόσμου το αναγνωστάρι
και βάλτο μέσα στην ψυχή σου
για τώρα, για ύστερα, για πάντα
για μια αιώνια Άνοιξη. 

Ξένε διαβάτη
αυτός είναι ο κόσμος μου
στον έδειξα θαρρώ, τον είδες
εδώ είδα πρώτη φορά τις ηλιακτίδες
ανάσανα το μυρωμένο αγέρι
κουβέντιασα με κάποιο αστέρι.
Και είναι η ψυχή μου τώρα πια γιομάτη
απ΄τη δική του ουράνια φεγγοβολιά
κι ας είμαι τώρα μακρυά του
κι ας φάνηκαν στο πρόσωπο κάποιες ρυτίδες
εδώ θε νάρθωσαν λαβωμένο περιστέρι
να κατοικήσω σε μια ψηλή αετοφωλιά. 

ΣΠΥΡΟΣ ΙΩΝΑΣ

"Αφιερωμένο στο όμορφο χωριό μου,που τόσο πολύ αγαπώ".        
 
< Προηγ.   Επόμ. >
Locations of visitors to this page
Forecast | Maps | Radar