Menu Content/Inhalt
ban-pastf.jpg
Η "Αρκούδενα"
spiggos_sp2005.jpg
Η «Αρκούδενα», είναι μία από τις πέντε συνοικίες της Άνω Κορακιάνας. Πήρε το όνομά της από κάποιον αρκουδιάρη που ήλθε στο χωριό με την αρκούδα του και έδωσε παραστάσεις εκεί. Η συνοικία έχει και άλλα δευτερεύοντα ονόματα τα οποία σβήνουνε: «Μεσόγειος», «Πιάτσα», «Πλάστιγγα».

«Μεσόγειος», γιατί βρίσκεται στο μέσον του χωριού. «Πιάτσα» γιατί είχε αρκετά μαγαζιά (τρία μπακάλικα, δύο φούρνους, τρία τσαγκαράδικα, δύο κρεοπωλεία, δύο καφενεία, δύο κουρεία) και μαζεύονταν κόσμος και από τις άλλες συνοικίες για να ψωνίσει. «Πλάστιγγα», το πιο χτυπητό και το οποίο ακούγεται μέχρι σήμερα...

Πήρε το όνομα αυτό γιατί ότι γινόταν στο χωριό σχολιάζονταν εκεί. Όποιος ή όποια περνούσε από εκεί «ζυγίζονταν». Δεν ανέβαινε βέβαια σε καμία πλάστιγγα, αλλά οι μόνιμοι θαμώνες της συνοικίας τους κοίταζαν και τους μετρούσαν για το πώς περπατούσαν, πως ήταν ντυμένοι, χτενισμένοι και ότι άλλα κουσούρια είχαν. Σε χτυπητές περιπτώσεις αποδοκιμάζονταν και με καμία πορδή.

Τις πιο μεγάλες δόξες της η «Αρκούδενα» τις γνώρισε κατά την Κατοχή 1941-1944 και τα πρώτα μετά την Απελευθέρωση χρόνια. Είχε τότε το χωριό πολύ κόσμο. Είχαν έλθει σχεδόν όλοι οι Κορακιανίτες από την πόλη και ορισμένοι από την Αθήνα. Κατά την Κατοχή που η κυκλοφορία επιτρέπονταν μέχρι τις 9 το βράδυ, τα μουράγια ήταν γεμάτα κόσμο. Εκεί γινότανε συζητήσεις για τον πόλεμο και για τις αντιστασιακές οργανώσεις. Όποιος μάθαινε κανένα νέο, αυτό μεταδιδότανε από στόμα σε στόμα σε όλους τους καθήμενους στα μουράγια. Όταν ζύγωναν οι Ιταλοί, η συζήτηση σταματούσε, μα αυτοί το καταλάβαιναν. Μια φορά ένας Ιταλός αξιωματικός είχε πει: "que mouretti sono questi?" (δηλαδή, «τι μουράγια είναι τούτα;»). Ένα βράδυ με γεμάτα τα μουράγια από κόσμο πέρασε το περίπολο και δεν σηκώθηκε κανείς για να χαιρετήσει, σύμφωνα με τη διαταγή. Σε λίγο, από όλες τις μεριές φάνηκαν Ιταλοί: από του Καβάσιλα, από το Σταυρωμένο, από του Μπράτη. Όσοι πρόφθασαν, έφυγαν από τα μικρά δρομάκια: από του Κουρίνη, από του Λιάθη, από του Λαμπίρη που βγαίνει στο Συνεταιρισμό. Οι άλλοι φάγανε από ένα χαστούκι ο καθένας.
arkoudena1a.jpg
                        

Στην Αρκούδενα κατά τα Καρναβάλια γινόταν ο μεγαλύτερος χορός. Επειδή το μέρος δεν είχε πλατεία, ο κύκλος του χορού ήταν μακρόστενος. Πάντα, ο Γιάννης ο Μπότσολος τραγουδούσε το ίδιο τραγούδι:

«Όταν σε βλέπω την αυγή απάνω στην ταράτσα
με τα χιονάτα στήθη σου, με τα λευκά σου μπράτσα,
ήθελα πώς να ήμουνα κανένας πυροσβέστης
ούτε στιγμή δεν θάφηνα μικρή μου να ορμήσω
νάρθω με το σωλήνα μου τη φλόγα να σου σβήσω»

Εκεί διαβάζονταν η διαθήκη με νοδάρο τον Κώστα το Μπανάρα και εκεί καίγονταν ο Καρνάβαλος.

arkoudena2a.jpgΤα μαγαζιά της «Αρκούδενας», αλλά και του υπόλοιπου χωριού, μαγαζιά της παλιάς εποχής, ήταν διαφορετικά από τα σημερινά. Πληρούσαν τους όρους του ονόματός τους και έβρισκες εκεί ότι χρειαζότανε ένα σπίτι χωριάτικο στις τότε συνθήκες. Αρκετά από αυτά πουλούσαν επίσης καφέδες και ποτά, γι αυτό και η ταμπέλα τους έγραφε «καφεπαντοπωλείο». Αυτού του είδους τα μαγαζιά («καφεπαντοπωλεία») στεγαζότανε σε μεγάλο σχετικά χώρο γιατί είχανε και τρία-τέσσερα τραπέζια για να πίνουνε οι πελάτες τους καφέδες και τις κούπες το κρασί, αλλά και για να παίζουνε χαρτιά. Στην πλευρά του ενός τοίχου είχανε δύο πάγκους που τους χώριζε ένα μικρός διάδρομος, που περνούσε ο μαγαζάτορας. Στον ένα πάγκο είχανε τα ζύγια, παλαιά, κρεμασμένα με αλυσίδες και με δύο πιάτα μεταλλικά. Εκτός από τα ζύγια, πάνω στον πάγκο είχανε το κουτί με τις ρέγκες, τις σαρδέλες τις αρμυρές, τα τυριά και άλλα πράγματα. Πάνω από το πάγκο, από τα ξύλα της οροφής κρέμονταν τα λουκάνικα, τα σαλάμια, τα ξερά χταποδάκια (που με μακαροντσίνι γινόταν ένα εξαιρετικό φαγητό), τα κεριά της Λαμπριάς. Μπροστά από τον πάγκο αυτό και στο ύψος του, ήτανε ένα τελάρο χωρισμένο σε θήκες που μέσα βάζανε τις μανέστρες, που τότε ήταν μεγάλες (τα χονδρά τα μακαρόνια που φτιάχνουμε το παστιτσάδο ήτανε περίπου ένα μέτρο και διπλωμένα στα δύο) και πουλιότανε με τη λίτρα. Ο άλλος πάγκος, συνήθως πιο μικρός χρησιμοποιούτανε για τα κρασιά, τα ποτά και τους καφέδες. Μπροστά από τους πάγκους είχανε ακόμη τα σακιά με τα όσπρια, το πιπέρι το κόκκινο, τον ωμό καφέ και επίσης το βαρέλι με το μπακαλάρο, το αλάτι και τα κρεμμύδια. Πίσω από τους πάγκους, στον τοίχο, είχανε ράφια με μπουκάλια από ποτά και διάφορα άλλα πράγματα, όπως τσιγάρα, σχολικά είδη, ασπιρίνες, το βάζο με μαύρο πιπέρι άτριφτο κλπ.

Τα μαγαζιά αυτά έμεναν ανοιχτά όλη τη μέρα. Άνοιγαν πρωί ενωρίς και όσοι πήγαιναν για μεροκάματο περνούσαν από εκεί, έπαιρναν τα τσιγάρα τους και έπιναν τον καφέ τους. Αν ήταν βροχάμενη, είχανε κόσμο όλη τη μέρα. Το βράδυ ήταν γιομάτα, αφού ακόμα και μετά το δείπνο κατέβαινε ξανά κόσμος για τις κούπες του και ας είχε κρασί στο σπίτι. Μπορούμε να πούμε πως τα μαγαζιά κερδίζανε αυτές τις εποχές.

Η δουλειά λιγόστεψε λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο...Ο κόσμος έφυγε από το χωριό για την πόλη...Ακόμη και όσοι μείνανε κάνανε πλέον τις αγορές τους από την πόλη. Τα μαγαζιά του χωριού σβήνουνε το ένα μετά το άλλο και μαζί με αυτά και η «Πιάτσα».

Η «Αρκούδενα», η «Πλάστιγγα», η «Πιάτσα», είχε και τους τύπους της εποχής, που αλληλοσαρκαζότανε, σκαρφίζονταν και δημιουργούσανε έξυπνες και αιχμηρές ατάκες, καταστάσεις και νούμερα... Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία...

Πηγή: το κείμενο έγραψε ο Σπύρος Αθαν. Σπίγγος (Απρίλης 2008).Η φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται μια "παρέα" της "Αρκούδενας", προέρχεται από το Νίκο Θύμη (Κωστή), ενώ η άλλη, έξω από το μαγαζί του Μπούμπουλα προέρχεται από την Κασιανή Σπίγγου.  

 
< Προηγ.   Επόμ. >
Locations of visitors to this page
Forecast | Maps | Radar