Η "Αρκούδενα" |
![]()
Η «Αρκούδενα», είναι μία από τις πέντε συνοικίες της Άνω Κορακιάνας. Πήρε το όνομά της από κάποιον αρκουδιάρη που ήλθε στο χωριό με την αρκούδα του και έδωσε παραστάσεις εκεί. Η συνοικία έχει και άλλα δευτερεύοντα ονόματα τα οποία σβήνουνε: «Μεσόγειος», «Πιάτσα», «Πλάστιγγα».
«Μεσόγειος»,
γιατί βρίσκεται στο μέσον του χωριού. «Πιάτσα» γιατί είχε αρκετά
μαγαζιά (τρία μπακάλικα, δύο φούρνους, τρία τσαγκαράδικα, δύο
κρεοπωλεία, δύο καφενεία, δύο κουρεία) και μαζεύονταν κόσμος και από τις
άλλες συνοικίες για να ψωνίσει. «Πλάστιγγα», το πιο χτυπητό και το
οποίο ακούγεται μέχρι σήμερα...
Πήρε το όνομα αυτό γιατί ότι γινόταν στο χωριό σχολιάζονταν εκεί. Όποιος ή όποια περνούσε από εκεί «ζυγίζονταν». Δεν ανέβαινε βέβαια σε καμία πλάστιγγα, αλλά οι μόνιμοι θαμώνες της συνοικίας τους κοίταζαν και τους μετρούσαν για το πώς περπατούσαν, πως ήταν ντυμένοι, χτενισμένοι και ότι άλλα κουσούρια είχαν. Σε χτυπητές περιπτώσεις αποδοκιμάζονταν και με καμία πορδή.
Τις πιο μεγάλες δόξες της η «Αρκούδενα» τις γνώρισε κατά την Κατοχή 1941-1944 και τα πρώτα μετά την Απελευθέρωση χρόνια. Είχε τότε το χωριό πολύ κόσμο. Είχαν έλθει σχεδόν όλοι οι Κορακιανίτες από την πόλη και ορισμένοι από την Αθήνα. Κατά την Κατοχή που η κυκλοφορία επιτρέπονταν μέχρι τις 9 το βράδυ, τα μουράγια ήταν γεμάτα κόσμο. Εκεί γινότανε συζητήσεις για τον πόλεμο και για τις αντιστασιακές οργανώσεις. Όποιος μάθαινε κανένα νέο, αυτό μεταδιδότανε από στόμα σε στόμα σε όλους τους καθήμενους στα μουράγια. Όταν ζύγωναν οι Ιταλοί, η συζήτηση σταματούσε, μα αυτοί το καταλάβαιναν. Μια φορά ένας Ιταλός αξιωματικός είχε πει: "que mouretti sono questi?" (δηλαδή, «τι μουράγια είναι τούτα;»). Ένα βράδυ με γεμάτα τα μουράγια από κόσμο πέρασε το περίπολο και δεν σηκώθηκε κανείς για να χαιρετήσει, σύμφωνα με τη διαταγή. Σε λίγο, από όλες τις μεριές φάνηκαν Ιταλοί: από του Καβάσιλα, από το Σταυρωμένο, από του Μπράτη. Όσοι πρόφθασαν, έφυγαν από τα μικρά δρομάκια: από του Κουρίνη, από του Λιάθη, από του Λαμπίρη που βγαίνει στο Συνεταιρισμό. Οι άλλοι φάγανε από ένα χαστούκι ο καθένας. Στην Αρκούδενα κατά τα Καρναβάλια γινόταν ο μεγαλύτερος χορός. Επειδή το μέρος δεν είχε πλατεία, ο κύκλος του χορού ήταν μακρόστενος. Πάντα, ο Γιάννης ο Μπότσολος τραγουδούσε το ίδιο τραγούδι:
«Όταν σε βλέπω την αυγή απάνω στην ταράτσα Εκεί διαβάζονταν η διαθήκη με νοδάρο τον Κώστα το Μπανάρα και εκεί καίγονταν ο Καρνάβαλος.
Τα μαγαζιά αυτά έμεναν ανοιχτά όλη τη μέρα. Άνοιγαν πρωί ενωρίς και όσοι πήγαιναν για μεροκάματο περνούσαν από εκεί, έπαιρναν τα τσιγάρα τους και έπιναν τον καφέ τους. Αν ήταν βροχάμενη, είχανε κόσμο όλη τη μέρα. Το βράδυ ήταν γιομάτα, αφού ακόμα και μετά το δείπνο κατέβαινε ξανά κόσμος για τις κούπες του και ας είχε κρασί στο σπίτι. Μπορούμε να πούμε πως τα μαγαζιά κερδίζανε αυτές τις εποχές. Η δουλειά λιγόστεψε λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο...Ο κόσμος έφυγε από το χωριό για την πόλη...Ακόμη και όσοι μείνανε κάνανε πλέον τις αγορές τους από την πόλη. Τα μαγαζιά του χωριού σβήνουνε το ένα μετά το άλλο και μαζί με αυτά και η «Πιάτσα».
Η «Αρκούδενα», η «Πλάστιγγα», η «Πιάτσα», είχε και τους τύπους της εποχής, που αλληλοσαρκαζότανε, σκαρφίζονταν και δημιουργούσανε έξυπνες και αιχμηρές ατάκες, καταστάσεις και νούμερα... Αλλά αυτά είναι μια άλλη ιστορία... |
< Προηγ. | Επόμ. > |
---|