Menu Content/Inhalt
ban-pastf.jpg
Το λουτρουβιό...
Γράφει ο/η Σπύρος Σπίγγος του Αθανασίου   
22.07.07
spiggos_sp2005.jpgTο κείμενο με τίτλο "Το Λουτρουβιό" γράφτηκε από τον Σπίγγο Σπύρο του Αθανασίου στις 15-7-2007  και αναφέρεται στη δεκαετία του 1950...

" Τα λουτρουβιά είταν δύο ειδών...Τα μονολίθαρα και οι αλεστικές. Τα μονολίθαρα είταν τα πιο πολλά και τα πιο παλιά. Τα ονομάζανε έτσι γιατί αλέθανε τις ελιές με ένα λιθάρι, ενώ στις αλεστικές, μέσα σε μια στρογγυλή βάσκα γυρίζανε τρία λιθάρια.
Για τη δημιουργία ενός λουτρουβιού χρειαζότανε ένα σχετικά μεγάλο ισόγειο οίκημα, που να έχει στην αυλή ή κάπου κοντά ένα πηγάδι. Στο κέντρο σχεδόν του οικήματος υπήρχε μια μεγάλη πόρτα, που να χωράει το άλογο φορτωμένο με δύο μεγάλα σακιά, γεμάτα με ελιές. Στο κέντρο του οικήματος είταν κατασκευασμένο το αλώνι,  στρογγυλό, ογδόντα περίπου εκατοστά ύψος και με διάμετρο περίπου τρία με τέσσερα μέτρα. Δεν είταν τελείως οριζόντιο, είχε μια κλίση προς το κέντρο για να μη χύνεται έστω και λίγο λάδι, όταν η σοδειά έμενε αργά μέχρι και τον Ιούνιο, που οι ελιές βγάζανε πολύ λάδι...

Στο κέντρο του αλωνιού είταν κτισμένο οριζόντια ένα πέτρινο λιθάρι με διάμετρο περίπου 1,4 μέτρα. Πάνω σ' αυτό το κατολίθαρο εγύριζε ένα άλλο μεγάλο πέτρινο λιθάρι με διάμετρο 1,5 μέτρα και πλάτος 0,4 μέτρα, περίπου. Στο κέντρο είχε μια τρύπα, που από μέσα της περνούσε ένα χοντρό ξύλο, μακρύ μέχρι την περίμετρο του αλωνιού. Στην άκρη αυτού του ξύλου είταν στερεωμένοι δύο χοντροί άλυσσοι, μήκους όσο το σώμα ενός αλόγου. Αφού βάζαμε το άλογο στη μέση, το ενώναμε με την κολάνα και όπως το ζώο βάδιζε, τραβούσε το ξύλο που είταν ενωμένο με το λιθάρι και αυτό περιστρεφόντανε και έτριβε τις ελιές.


Απέναντι από το λιθάρι είταν το πιεστήριο, μονό ή διπλό, σιδερένιο ή και ξύλινο. Το μονό είχε δύο κολώνες και το διπλό τρεις. Στη βάση του πιεστηρίου είταν τοποθετημένο το κρεντάλωνο. Σιδερένιο τετράγωνο, με μια μικρή εξοχή στο μπροστινό μέρος που έβγαιναν τα υγρά (λάδι, μούργα και νερό βραστό που βάζαμε για να διευκολύνεται το βγάλσιμο του λαδιού).

loutrouvio1.jpgΤο πιεστήριο είχε ύψος σχεδόν δύο μέτρα, στηριγμένο πάνω στις κολώνες, στο πάνω μέρος. Είταν μια σιδερένια τετράγωνη πλάκα και πάνω της στερεωμένο ένα εξάρτημα με μια τρύπα στη μέση, από όπου περνούσε ένα ξύλο (η στάγκα). Γυρίζοντας, το ξύλο ανέβαζε ή κατέβαζε τη βίδα, που με τη σειρά της επίεζε την τετράγωνη πλάκα και ανυψωνότανε οι σφυρίδες με τις αλεσμένες ελιές. Έτσι έβγαινε το λάδι μαζί με τα άλλα υγρά (μούργα και νερό). Αριστερά από το πιεστήριο είταν ο «εργάτης», ένα στρογγυλό ξύλο ύψους περίπου 2,5 μέτρων. Το κάτω του μέρος είταν σφηνωμένο σε μια τρύπα στη μέση μιας πέτρας και το πάνω μέρος ήταν φυτεμένο σε ένα χονδρό μαδέρι, που περνούσε πάνω από τον «εργάτη». Σε ύψος ενός μέτρου είχε μια τρύπα όπου περνούσε ένα ξύλο, λίγο χονδρό με μήκος 1,5 μέτρο. Σε αυτό το ξύλο, ένας εργάτης από τη μια μεριά και ένας άλλος από την άλλη, με την πλάτη τους σπρώχνανε και μαζευότανε το χοντρό σκοινί που ενωνότανε με τη στάγκα. Έτσι κατέβαινε η σιδερένια πλάκα του πιεστηρίου και υψωνότανε οι σφυρίδες με το ζυμάρι.

Στη μια γωνιά είταν το καζάνι που ζεσταίναμε το νερό, που χρησιμοποιούσαμε. Στην άλλη γωνιά απέναντι, είταν η μουργαριά, που ρίχναμε τη μούργα,  ένα μεγάλο βαρέλι που χωρούσε περίπου 1.000 λίτρα μούργα και όταν γέμιζε το αδειάζαμε, όχι τελείως , γιατί στην κορφή είχε λάδι. Σε μια μεριά συγκεντρώναμε τα λιόστα, ενώ σε τρία-τέσσερα βαρέλια βάζαμε το λάδι των νοικοκυραίων μέχρι να το πάρουνε και σε ένα πιο μεγάλο τα αγώγια.

Μπροστά από το πιεστήριο  είταν ένας λάκκος που βάζαμε ένα σιδερένιο βαρέλι για μονό και δύο (βαρέλια) για διπλό πιεστήριο. Μέσα σε αυτό έπεφτε το μείγμα που έβγαινε από το ζυμάρι (λάδι, μούργα, νερό). Σε μια άλλη γωνιά είταν το μέρος που βάζαμε το άλογο και απέναντί του ένα πατάρι για το σανό.
loutrouvio2.jpgΤην παραμονή το απόγευμα, πριν από τη μέρα του αλέσματος, μπάζαμε τις ελιές, περίπου 700 λίτρες, που γεμίζανε 4 μεγάλα σακιά. Τις αδειάζαμε σε μια μεριά του αλωνιού. Αν υπήρχε και άλλη αλεσιά, την αφήναμε στα σακιά. Την άλλη μέρα αρχίζαμε την εργασία νωρίς το πρωί. Συνήθως χρειαζόντουσαν δύο εργάτες. Ανάβαμε τη φωτιά για το βράσιμο του νερού, ζεύαμε το άλογο και ο ένας εργάτης έριχνε με το φτυάρι μικρή ποσότητα ελιών πάνω στο οριζόντιο λιθάρι. Αυτές τρίβονταν από το μεγάλο λιθάρι που περιστρεφότανε. Το άλεσμα έπεφτε στο αλώνι. Κάθε τόσο ο εργάτης με το φτυάρι του καθάριζε το κατολίθαρο και το υλικό το έριχνε πάνω στο αλώνι. Όταν τελείωνε το άλεσμα, γεμίζαμε περίπου 20 σφυρίδες και τις τοποθετούσαμε πάνω στο κρεντάλωνο ρίχνοντας και ένα περίπου γαλόνι βραστό νερό. Το βραστό νερό διευκόλυνε το βγάλσιμο του λαδιού.

Όταν τελειώναμε με τις σφυρίδες, βάζαμε πάνω το κότσι, ένα τετράγωνο χοντρό ξύλο που σκέπαζε τις σφυρίδες και άρχιζε το ζύψιμο. Πρώτα κατεβάζαμε το σύστημα που πιέζει, με το χέρι και αργότερα με τον «εργάτη». Αφού τις στύβαμε αρκετά, σηκώναμε το σύστημα και αδειάζαμε τις σφυρίδες πάνω στο αλώνι για το δεύτερο άλεσμα. Αυτό γινότανε πιο γρήγορα, γιατί ρίχναμε στο κατολίθαρο περισσότερο ζυμάρι. Κρατούσε 25 λεπτά, ενώ το πρώτο άλεσμα 40.

Αφού ξεζέβαμε το άλογο για να το περιποιηθούμε (αν είταν ιδρωμένο το στεγνώναμε με ένα σακί και του δίναμε τη βρώμη του), γεμίζαμε ξανά τις σφυρίδες και μία-μία τις τοποθετούσαμε στο κρεντάλωνο του πιεστηρίου για να ξαναρχίσει με τη γνωστή διαδικασία το ζύψιμο. Πρώτα με τα χέρια, μετά με τον «εργάτη».

Κατά διαστήματα, ξεσκεπάζαμε το λάκκο που είταν μπρος από το πιεστήριο και κοιτάζαμε μη γεμίσει το κατολάβρι και χυθεί το λάδι που είταν στην κορφή. Όταν αυτό εγέμιζε, αδειάζαμε μούργα ως εξής: βάζαμε ένα μεγάλο χωνί με μεγάλο βραχίωνα για να διαπερνάει το λάδι και να βρίσκει τη μούργα και με τον κούτελα βγάζαμε την κορφινή μούργα, την πρώτη που μπήκε μέσα στο χωνί, γιατί περιείχε λίγο λάδι και το αδειάζαμε στο κατολάβρι. Μετά, με μια πίντα, βγάζοντας από μέσα από το χωνί μούργα, γεμίζαμε τον τενεκέ και την αδειάζαμε στη μουργαριά. Για κούτελα χρησιμοποιούσαμε μισή κολόκα (μια κολόκα την κόβαμε στα δύο και φτιάχναμε δύο κουτέλους). Αφού ζύφαμε καλά με τον «εργάτη» σταματούσαμε και κάθε τόσο ξαναζύφαμε. «Πέρναμε», όπως λέγαμε, «τα ύστερα σχοινιά».

Όταν είχαμε και δεύτερη αλεσιά, αρχίζαμε τη διαδικασία ενώ ζύφαμε ακόμα την πρώτη...

Όταν τελείωνε το ζήψιμο, πέρναμε μια χοντρή σκούπα και πλέναμε τις σφυρίδες για φύγει το λάδι που είταν ολόγυρά τους. Μετά σηκώναμε το σύστημα που πίεζε και παίρναμε μία-μία τις σφυρίδες και τις βάζαμε στο μέρος που είχαμε για τα λιόστα. Διαλέγαμε πίττςε από λιόστα και τις βάζαμε κοντά στη φωτιά να ξεραθούνε, να τις έχουμε για την άλλη μέρα.

Το άλλο πρωί, σηκώναμε με τον κούτελα το λάδι και το βάζαμε στο βαρέλι που είταν για τον νοικοκύρη. Μετά αδειάζαμε το κατωλάβρι ρίχνοντας τη μούργα στη μουργαριά.

Το αγώι είτανε ένα ξεστί, όσο και σήμερα, δηλαδή 8 κιλά. Λάδι για τις λαδοφωτιές, αλλά και για το φαγητό μας που μαγειρεύαμε, πέρναμε από του νοικοκύρη που αλέθαμε..."


sspiggos.jpgΠηγή:το κείμενο γράφτηκε από τον Σπίγγο Σπύρο του Αθανασίου στις 15-7-2007  και αναφέρεται στη δεκαετία του 1950

 
< Προηγ.
Locations of visitors to this page
Forecast | Maps | Radar