Η σημύδα και τ’ αστέρι |
Γράφει ο/η Μαρία Μαρτζούκου | |
22.12.12 | |
Μεταφρασμένο από τη Μαρία Νικ. Μαρτζούκου
είναι το παραμύθι του Φινλανδού συγγραφέα Ζαχαρία Τοπέλους, που ακολουθεί (από τη
συλλογή Παραμύθια από το μακρινό Βορρά, Καλέντης 1994). «ΘΑ σας διηγηθώ ένα παραμύθι από τα πανάρχαια χρόνια. Λέει για ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που σ’ όλη τους τη ζωή αγωνίζονταν για τον ίδιο σκοπό. Πόσοι από μάς μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο; «Τα πολύ παλιά χρόνια η Φινλανδία περνούσε δύσκολες ώρες. Σ’ ολόκληρη τη χώρα μαινόταν ο πόλεμος, οι πόλεις και τα χωριά καίγονταν, τα σπαρτά καταστρέφονταν κι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σφάζονταν ή πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες στο δρόμο για την προσφυγιά. Παντού δάκρυα, αναστεναγμοί, αγκομαχητά, στάχτες και αίμα.
Ακόμα κι αν είχε απομείνει σε κάποιον μια
σπίθα ελπίδας, στο τέλος δεν ήξερε σε τι να ελπίσει. Σκληρές ώρες, που έμειναν
βαθιά χαραγμένες στη μνήμη. Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη καταστροφή πολλές
οικογένειες αναγκάστηκαν να χωρίσουν. Άλλους αιχμαλώτισαν οι εχθροί και τους
πήραν στη χώρα τους κι άλλοι κρύφτηκαν στα δάση και στις ερημιές ή έφυγαν στη
μακρινή Σουηδία. Κανένας δεν ήξερε αν οι δικοί του ζούσαν ή πέθαναν. Η γυναίκα
δεν ήξερε τίποτα για τον άντρα της, ο αδελφός για την αδελφή, οι γονείς για τα
παιδιά τους. Όταν επιτέλους κάποια στιγμή τελείωσε ο πόλεμος και ήρθε η
πολυπόθητη ειρήνη, όσοι επέζησαν επέστρεψαν στα σπίτια τους. Και όλοι κάποιον
είχαν να κλάψουν. Ξέρετε το παραμύθι για κείνον τον ιππότη, που λέει πως η νεαρή γυναίκα του έστειλε την αδελφή της σ’ ένα ψηλό πύργο, απ’ όπου φαινόταν όλος ο δρόμος μέχρι πέρα, μακριά, και τη ρωτούσε συνεχώς:
– Άννα, αδελφή μου, έρχεται κανείς;
Έτσι κι εδώ, στη χώρα μας ρωτούσαν ο ένας
τον άλλο, όταν έφταναν στα σπίτια τους και έβλεπαν πως έλειπαν οι δικοί τους:
– Είδες να ’ρχεται κανένας; Ακόμη δε
φάνηκε κανένας;
Και η απάντηση ήταν σχεδόν πάντα η ίδια:
– Κανένας δε φαίνεται, κανένας!
Καμιά φορά όμως συνέβαινε όπως και στο
παραμύθι. Από μακριά φαινόταν ένα σύννεφο σκόνης. Πλησίαζε, πλησίαζε, και στο
τέλος εμφανιζόταν μια ομάδα προσφύγων, που έψαχναν τους δικούς τους. Η μητέρα
κι ο πατέρας έψαχναν για τα αγαπημένα τους παιδιά κι αν, μετά από τόσα χρόνια,
τα έβρισκαν, η χαρά τους έφτανε στον ουρανό. Ξανάχτιζαν γρήγορα τα σπίτια τους
και καλλιεργούσαν την εύφορη γη. Μια νέα ζωή άρχιζε. Οι παλιές δύσκολες ώρες
ήταν ένας κακός εφιάλτης που είχε περάσει.... (συνεχίζεται)
...Στην εποχή αυτού του μεγάλου πολέμου,
λοιπόν, ζούσαν δύο μικρά αδέλφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, που τα άρπαξαν οι
εχθροί και τα πήγαν μακριά, στη χώρα τους. Εκεί έπεσαν, ευτυχώς, σε χέρια καλών
ανθρώπων. Σα χρόνια περνούσαν και τα αδέλφια μεγάλωναν χωρίς να τους λείπει
τίποτα. Όμως δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τους γονείς τους και την πατρίδα τους.
Όταν έφτασαν φήμες πως στη Φινλανδία ζούσαν ξανά ειρηνικά και πως όλοι όσοι
ήθελαν μπορούσαν να επιστρέψουν, η παραμονή των παιδιών στην ξένη χώρα έγινε δύσκολη.
Κάποια μέρα ζήτησαν από τους ανθρώπους που τα φρόντιζαν να τους επιτρέψουν να
γυρίσουν στο σπίτι τους. Οι ξένοι χαμογέλασαν.
– Να πάτε στο σπίτι σας; Πόσο κουτά είστε!
Ξέρετε πόσο μεγάλο είναι το ταξίδι ως εκεί; Πάνω από χίλια χιλιόμετρα!
– Δεν πειράζει, απάντησαν τα παιδιά. Αρκεί
να πάμε στο σπίτι μας.
– Εδώ, κοντά μας, είναι το καινούριο σας
σπίτι. Εδώ έχετε ό,τι θέλετε. Όμορφα ρούχα
και για φαγητό ό,τι επιθυμεί η ψυχή σας.
Έχετε ζεστά κρεβάτια και φιλικούς ανθρώπους γύρω σας, που σας αγαπούν μ’ όλη την
καρδιά τους. Σι άλλο θέλετε; – Όλα αυτά είναι αλήθεια, είπαν τα παιδιά, αλλά εμείς θέλουμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας.
– Εκεί θα αντιμετωπίσετε πολλές δυσκολίες,
θα σας λείψουν πολλά. Θα αναγκαστείτε να ζήσετε πολύ φτωχά. Κρεβάτι σας θα
είναι τα βρύα του δάσους, σπίτι σας τα δέντρα, ο αγέρας και η παγωνιά μόνιμοι
σύντροφοί σας. Οι γονείς και τ’ αδέλφια σας κι όλοι σας οι φίλοι έχουν από καιρό πεθάνει. Αν ξεκινήσετε
να τους βρείτε, μόνο τα χνάρια των λύκων θα ανακαλύψετε σ’ εκείνη την ερημιά,
όπου κάποτε ήταν το σπίτι σας.
– Όλα αυτά είναι αλήθεια, είπαν τα παιδιά.
Όμως θέλουμε να γυρίσουμε στο σπίτι μας.
– Μα έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε
που σας φυγάδεψαν. Ήσαστε πάρα πολύ μικρά και δεν καταλαβαίνατε. Το αγόρι ήταν
πέντε χρονών και το κορίτσι τεσσάρων. Τώρα είστε δεκαπέντε και δεκατεσσάρων
χρονών και δεν ξέρετε τίποτε για τον κόσμο. Έχετε ξεχάσει τα πάντα. Και το
δρόμο της επιστροφής, και τους γονείς σας. Και όπως εσείς έχετε ξεχάσει τους
άλλους, έτσι σας έχουν ξεχάσει κι αυτοί.
– Όλα αυτά είναι αλήθεια, είπαν τα παιδιά.
Όμως θέλουμε να γυρίσουμε στο σπίτι μας.
– Ποιος θα σας δείξει το δρόμο: – Ο Θεός! είπε το αγόρι. Εγώ θυμάμαι πως στην αυλή του σπιτιού μας υπήρχε μια μεγάλη σημύδα, όπου το πρωί, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, κελαηδούσαν τα πουλιά.
– Κι εγώ θυμάμαι πως ένα αστέρι έλαμπε τις
νύχτες ανάμεσα στα φύλλα της σημύδας,
είπε το κορίτσι.
– Ω, κουτά παιδιά, τους είπαν οι ξένοι.
Αυτό που θέλετε να κάνετε είναι τρέλα και θα σας οδηγήσει στον όλεθρο! Και τους
απαγόρευσαν ακόμη και να το σκέφτονται.
Αλλά όσο πιο πολύ τους το απαγόρευαν, τόσο
πιο πολύ το σκέφτονταν τα παιδιά. Και δεν επρόκειτο για ανυπακοή. Η επιθυμία να
επιστρέψουν στο σπίτι άναβε μέσα τους όλο και πιο πολύ και κανείς δεν μπορούσε
να την εμποδίσει. Τελικά, ένα βράδυ με πανσέληνο, που το αγόρι δεν μπορούσε να
κοιμηθεί από τις σκέψεις, ρώτησε την αδελφή του:
– Κοιμάσαι;
– Δεν κοιμάμαι, σκέφτομαι το σπίτι μας,
απάντησε το κορίτσι.
–Κι εγώ, είπε το αγόρι. Άκου λοιπόν, ας
ντυθούμε κι ας φύγουμε απ’ εδώ. Νομίζω πως κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, ο Θεός μού
λέει: «Πηγαίνετε σπίτι σας, πηγαίνετε σπίτι σας». Και ό,τι λέει ο Θεός δεν
είναι αμαρτία.
– Έτσι είναι, είπε η αδελφή του.
Ντύθηκαν λοιπόν και βγήκαν έξω
ακροπατώντας. Σο φεγγάρι φώτιζε το δρόμο και τα μονοπάτια. Ήταν μια γλυκιά
βραδιά. Είχαν περπατήσει αρκετή ώρα, όταν είπε το κορίτσι:
– Αδελφέ μου, φοβάμαι πως δε θα βρούμε το
σπίτι μας.
– Πρέπει να προχωρούμε συνεχώς
βορειοδυτικά, προς εκεί που δύει ο ήλιος το μεσοκαλόκαιρο. Εκεί είναι το σπίτι
μας. Είναι αυτό που έχει μια σημύδα στην αυλή και στα κλαδιά της λάμπει ένα
αστέρι, απάντησε ο αδελφός.
Μετά από λίγο είπε πάλι το κορίτσι:
– Αδελφέ μου, φοβάμαι πως οι ληστές και τα
θηρία θα μας κάνουν κακό.
– Ο Θεός μάς φυλάει, απάντησε ο αδελφός.
Θυμάσαι την προσευχή που λέγαμε παλιά στο σπίτι μας:
Θεέ, πατέρα των παιδιών να τα φυλάς
απ’ το κακό!
– Θυμάμαι, είπε το κορίτσι. Ο Θεός θα
στείλει τους αγγέλους του να μας προστατεύουν. Έτσι συνέχισαν με θάρρος το ταξίδι τους. Σο αγόρι έκοψε ένα κλαδί βαλανιδιάς κι έφτιαξε ένα μπαστούνι για να προστατεύει την αδελφή του και τον εαυτό του. Κανένα κακό όμως δεν τους συνέβη.
Κάποια στιγμή έφτασαν σε μια διασταύρωση.
Δύο ίδιοι δρόμοι οδηγούσαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ο καθένας και δεν
ήξεραν ποιον να ακολουθήσουν. Πρόσεξαν τότε πως στον αριστερό δρόμο στέκονταν
δύο πουλιά και κελαηδούσαν γλυκά.
– Έλα, είπε το αγόρι. Αυτός είναι ο σωστός
δρόμος. Αυτόν δείχνουν τα πουλιά.
– Ναι, είπε το κορίτσι. Σα δικά μας πουλιά
διαφέρουν από τα άλλα. Είναι οι άγγελοι του Θεού, που μεταμορφώθηκαν και μας
δείχνουν το δρόμο για το σπίτι μας.
Τα παιδιά περπατούσαν, όλο και
περπατούσαν, και τα πουλιά πετούσαν μπροστά τους από κλαδί σε κλαδί, αλλά με
τέτοια ταχύτητα, ώστε τα παιδιά να μπορούν να τα ακολουθούν. Έτρωγαν ό,τι
έβρισκαν στο δάσος, έπιναν καθαρό νερό από τις πηγές, και τις νύχτες κοιμόντουσαν
πάνω στα μαλακά βρύα. Εκείνο που τους έκανε εντύπωση ήταν πως παντού έβρισκαν
τροφή κι όταν τη νύχια σταματούσαν για να ξεκουραστούν, πάντα έβρισκαν ένα κατάλληλο
μέρος. Ήταν ανεξήγητο. Αλλά κάθε φορά που έβλεπαν τα πουλιά, έλεγαν:
– Κοίτα, μας καθοδηγούν οι άγγελοι!
Ξεκίνησαν κι αυτοί μαζί μας για ένα τόσο μακρινό ταξίδι!
Κάποια στιγμή το κορίτσι κουράστηκε και
είπε στο αγόρι:
– Πότε θ’ αρχίσουμε να ψάχνουμε για τη
σημύδα;
– Όχι πριν συναντήσουμε ανθρώπους που να
μιλούν τη γλώσσα των γονιών μας.
Και συνέχισαν το ταξίδι τους προς τα
βορειοδυτικά. Σο καλοκαίρι ήτανε στο τέλος του και στο δάσος είχε αρχίσει να
δροσίζει.
– Ακόμα δε φαίνεται η σημύδα! είπε το
κορίτσι.
–Ακόμα! απάντησε το αγόρι.
Σο τοπίο άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Ως
αυτή τη στιγμή περπατούσαν σε μια μεγάλη πεδιάδα, μα ξαφνικά έφτασαν σε μια
περιοχή με λόφους, πλαγιές, ποτάμια και μεγάλες λίμνες.
– Πώς θα περάσουμε αυτούς τους απότομους
βράχους; ρώτησε το κορίτσι.
– Θα σε σηκώσω στα χέρια μου! είπε το
αγόρι. Και τη σήκωσε!
– Πώς θα περάσουμε αυτά τα ορμητικά
ποτάμια και τις τεράστιες λίμνες; ρώτησε πάλι το κορίτσι.
– Με τη βάρκα, απάντησε το αγόρι.
Βλέπετε, κάθε φορά που έφταναν σε κάποια
λίμνη ή σε κάποιον ποταμό, μια βάρκα τους περίμενε στην ακρογιαλιά. Έμπαιναν
λοιπόν στη βάρκα, άρπαζε το αγόρι τα κουπιά και περνούσαν απέναντι. Καμιά φορά
κολυμπούσαν κιόλας, ανάλαφρα, σαν τα νεροπούλια πάνω στα κύματα. Γιατί τα
πουλιά, δηλαδή οι άγγελοι, πετούσαν πάντα δίπλα τους και τους διευκόλυναν.
Μια φορά περπατούσαν όλη μέρα από το πρωί
ως το βράδυ και κουράστηκαν πολύ.
Όταν νύχτωσε, έφτασαν σ’ ένα μοναχικό
σπίτι, που μόλις είχε ξαναφτιαχτεί από τεράστιους κορμούς δέντρων, αφού το
παλιό είχε γίνει στάχτη. την αυλή καθόταν ένα παιδάκι και καθάριζε καρότα.
– Μας δίνεις ένα καρότο; ρώτησε το αγόρι.
– Ελάτε μέσα, είπε το παιδί. Η μητέρα θα
σας βάλει να φάτε.
Τότε το αγόρι χτύπησε με ενθουσιασμό τα
χέρια του και, κλαίγοντας από χαρά, αγκάλιασε και φίλησε το παιδί.
– Γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ; ρώτησε το
κορίτσι.
– Είμαι, αλήθεια, πολύ χαρούμενος, είπε το
αγόρι. Αυτό το παιδί μιλάει την ίδια γλώσσα με τους γονείς μας. Τώρα μπορούμε
να ψάχνουμε για τη σημύδα και το αστέρι.
Μετά μπήκαν στο σπίτι, όπου οι
οικοδεσπότες τούς δέχτηκαν πολύ φιλικά και τους ρώτησαν από πού έρχονται.
– Ερχόμαστε από μακριά και ψάχνουμε το
σπίτι μας, είπε το αγόρι. Σο μόνο όμως σημάδι που έχουμε είναι μια σημύδα στην
αυλή του, όπου τα πουλιά κελαηδούν την ώρα που βγαίνει ο ήλιος, κι ένα λαμπερό
αστέρι, που λάμπει τις νύχτες ανάμεσα στα φύλλα της.
– Καημένα παιδιά! είπαν συμπονετικά οι
οικοδεσπότες. Στη χώρα μας φυτρώνουν χιλιάδες σημύδες και στον ουρανό λάμπουν
χιλιάδες αστέρια. Πώς θα βρείτε το σωστό; – Θα μας οδηγήσει ο θεός, είπαν και τα δυο μαζί! Οι άγγελοί του μας βοηθούν ήδη σ’ αυτό το ταξίδι ως τη χώρα μας. Είμαστε σχεδόν στα μισά του δρόμου.
– Η Φινλανδία είναι μεγάλη, είπαν οι
οικοδεσπότες κουνώντας το κεφάλι τους.
– Αλλά ο Θεός είναι μεγαλύτερος! απάντησε
το αγόρι.
Τα παιδιά ευχαρίστησαν τους οικοδεσπότες
και συνέχισαν το ταξίδι τους. Δεν είχαν πια ανάγκη να τρώνε και να κοιμούνται
στο δάσος. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Αν και η απόσταση ανάμεσα στα σπίτια
ήταν τεράστια, όλος ο γύρω τόπος έρημος και οι άνθρωποι πολύ φτωχοί, εντούτοις
έβρισκαν να φάνε και να κοιμηθούν, γιατί όλοι τούς συμπονούσαν. Η σημύδα και το
αστέρι δε φαίνονταν όμως πουθενά. Έψαχναν σε κάθε αυλή, είδαν πολλές σημύδες
και πολλά αστέρια, αλλά δεν ήταν τα σωστά.
– Αχ! αναστέναξε το κορίτσι. Η Φινλανδία
είναι τόσο μεγάλη κι εμείς τόσο μικροί! Ποτέ δε θα βρούμε το σπίτι μας!
Όμως το αγόρι τη μάλωσε και της είπε:
– Πιστεύεις στο Θεό;
– Πιστεύω! είπε το κορίτσι.
– Τότε ξέρεις πως έχουν συμβεί και
μεγαλύτερα θαύματα! είπε το αγόρι. Όταν οι βοσκοί πήγαν τη νύχτα στη Βηθλεέμ,
ένα αστέρι τους οδήγησε. Αυτό θα μας οδηγήσει
κι εμάς, αν πιστεύουμε.
– Έχεις δίκιο, απάντησε το κορίτσι, όπως
συνήθιζε να λέει στον αδελφό της. Και συνέχισαν το ταξίδι τους γεμάτοι πίστη κι
αυτοπεποίθηση.
Τελικά ένα βράδυ έφτασαν σ’ ένα μοναχικό
σπίτι. Είχαν περάσει ήδη δύο χρόνια από τότε που έφυγαν από την ξένη χώρα. Ήταν
το βράδυ της Πεντηκοστής, στο τέλος του Μάη, και στα δέντρα έβγαιναν τα πρώτα
καλοκαιρινά φύλλα. αν μπήκαν στην αυλή, πρόσεξαν μια πυκνόκλαδη σημύδα. Έπεφτε
χρυσό το απόβραδο και μέσα από τα ανοιχτοπράσινα φύλλα του δέντρου έλαμπε ένα
αστέρι. Σο καλοκαιρινό φως ήταν διάχυτο ολόγυρα και στον ουρανό φαινόταν μόνο
αυτό το αστέρι, γιατί ήταν το μεγαλύτερο και λαμπερότερο απ’ όλα.
– Να η σημύδα μας! φώναξε αμέσως το αγόρι.
– Αυτό είναι το αστέρι μας! φώναξε
συγχρόνως το κορίτσι.
Αγκαλιάστηκαν αμέσως κι ευχαρίστησαν το
Θεό με τα μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα.
– Να ο στάβλος, όπου ο πατέρας έβαζε τα άλογα!
θυμήθηκε το αγόρι.
– Κι εγώ θυμάμαι το πηγάδι! Εδώ πέρα η
μητέρα πότιζε τις αγελάδες, είπε το κορίτσι.
– Κάτω από τη σημύδα είναι δύο μικροί
σταυροί. Σι να σημαίνει αυτό; μουρμούρισε το αγόρι. – Φοβάμαι να πάω μέσα! είπε το κορίτσι. Αν οι γονείς μας δε ζουν πια ή αν δεν μας αναγνωρίσουν; Πήγαινε πρώτος εσύ, αδελφέ μου. – Ας κρυφακούσουμε για λίγο πίσω από την πόρτα, είπε το αγόρι, με την καρδιά να χτυπάει ακατάπαυστα.
Μέσα στο σπίτι ένας γέρος και μια γριά
ήταν καθισμένοι δίπλα στη φωτιά. Στην πραγματικότητα δεν ήταν γέροι, αλλά ο
πόνος και οι ελλείψεις είχαν χαράξει πολύ νωρίς τα μέτωπά τους με ρυτίδες.
– Σήμερα είναι Πεντηκοστή, η μέρα που ο
Θεός παρηγορεί τις πονεμένες καρδιές, είπε ο άντρας στη γυναίκα του. Εμείς
όμως, πώς θα παρηγορηθούμε; Χάσαμε και τα τέσσερα παιδιά μας. Τα δύο κοιμούνται
κάτω από τη σημύδα και τα άλλα δύο μας τα πήραν οι εχθροί και σίγουρα δε θα
ξαναγυρίσουν κοντά μας. Πολύ βαρύ να μείνουμε μόνοι στα γεράματά μας!
– Ο Θεός είναι παντοδύναμος και καλός.
Αυτός οδήγησε τους υιούς του Ισραήλ από τη σκλαβιά πίσω στην πατρίδα τους.
Αυτός μπορεί να μας δώσει πίσω και τα παιδιά μας, αν νομίζει πως πρέπει. Πόσων
χρόνων θα ήταν τώρα αν ζούσαν; ρώτησε η γυναίκα.
– Το αγόρι θα ήταν δεκάξι και το κορίτσι
δεκαπέντε, απάντησε ο άντρας. Αχ! δε νομίζω πως αξίζουμε τέτοια ευλογία από το
Θεό, να μας φέρει πίσω τα αγαπημένα μας παιδιά.
Πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του,
άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Είπαν πως
έρχονταν από μακριά και ζήτησαν λίγο ψωμί.
– Ελάτε πιο κοντά, παιδιά, είπε ο άντρας.
Μείνετε και για το βράδυ! Αχ! σαν κι εσάς θα ήταν και τα δικά μας παιδιά, αν
τότε, στο μεγάλο πόλεμο, δε μας τα είχαν αρπάξει οι εχθροί. – Κοίτα! είπε η γυναίκα. Δύο τόσο όμορφα παιδιά! Τόσο όμορφα θα ήταν και τα δικά μας, αν ζούσαν ακόμη και ήταν κοντά μας.
Και οι γέροι άρχισαν να κλαίνε πικρά. Τότε
τα παιδιά δεν μπόρεσαν πια να κρατηθούν. Με δάκρυα στα μάτια έπεσαν στην
αγκαλιά των γονιών τους λέγοντας: «Δε μας γνωρίζετε; Εμείς είμαστε, τα
αγαπημένα σας παιδιά! Ο Θεός έκανε το θαύμα του και μας οδήγησε από την ξένη
χώρα ξανά κοντά σας».
Τότε οι γονείς έκλεισαν τα παιδιά τους
σφιχτά στην αγκαλιά τους, πλημμυρισμένοι αγάπη που δεν περιγράφεται με λόγια,
κι όλοι μαζί γονάτισαν για να ευχαριστήσουν τον Θεό, που ακριβώς το βράδυ της
Πεντηκοστής έστειλε σ’ όλους τους τόση παρηγοριά!
Μετά τα παιδιά διηγήθηκαν στους γονείς
τους όλα όσα πέρασαν! Όλες οι στεναχώριες
φάνταζαν τώρα για όλους μακρινό παρελθόν. Η απερίγραπτη χαρά τούς έκανε να τα
ξεχάσουν όλα. Ο πατέρας ψαχούλευε τα μπράτσα του γιου του, ευχαριστημένος που
ξεχείλιζαν από αντρική δύναμη! Η μητέρα χάιδευε τα καστανά μαλλιά της κόρης της
και φίλησε σίγουρα εκατό φορές τα ροδοκόκκινα μάγουλά της.
– Λοιπόν, είπε η μητέρα, ευτυχισμένη σαν
παιδί, έπρεπε να ξέρω πως κάτι θα συμβεί!
Σήμερα δυο παράξενα πουλιά κελαηδούσαν
τόσο χαρούμενα στα κλαδιά της σημύδας!
– Σα ξέρω αυτά τα πουλιά, είπε το κορίτσι.
Είναι άγγελοι, που πήραν τη μορφή πουλιών. Πετούσαν συνεχώς δίπλα μας και μας
καθοδηγούσαν και τώρα χαίρονται που βρήκαμε το σπίτι μας!
– Πάμε να δούμε άλλη μια φορά τη σημύδα
και το αστέρι, είπε το αγόρι. Κοίτα, αδελφή μου, εδώ, κάτω από τη σημύδα,
ξεκουράζονται τα αδέλφια μας. Αν ήμασταν εμείς στη θέση τους κάτω από το
γρασίδι κι αυτά εδώ που βρισκόμαστε εμείς και κοίταζαν τον τάφο μας, τι θα
ήμασταν;
– Σίγουρα άγγελοι του Θεού και θα
πετούσατε στον ουρανό! είπε η μητέρα.
– Τώρα καταλαβαίνω! απάντησε το κορίτσι.
Οι άγγελοι που μας καθοδηγούσαν σ’ όλο μας το ταξίδι και σήμερα μας περίμεναν
στα κλαδιά της σημύδας, είναι τα αδέλφια μας!
Αυτά, που κάθε στιγμή και κάθε λεπτό
ψιθύριζαν μέσα στην καρδιά μας: «Γυρίστε στο σπίτι, γυρίστε στο σπίτι να
παρηγορήσετε τους γονείς μας!» Αυτά μας έδειχναν το δρόμο μέσα στο σκοτεινό
δάσος, μας έβρισκαν τροφή και μαλακό κρεβάτι για να μην κρυώνουμε. Αυτά μας βοηθούσαν
να περάσουμε τους ορμητικούς ποταμούς και τις μεγάλες λίμνες. Αυτά μας έδειξαν
και το σωστό αστέρι στον ουρανό. Σα είχε στείλει ο Θεός για να μας
προστατεύουν! Σας ευχαριστούμε, αδέλφια! Σ’ ευχαριστούμε, Θεέ!
– Πράγματι, έτσι είναι, είπε το αγόρι.
Κοιτάξτε πώς λάμπει το αστέρι στον ουρανό ανάμεσα από τα φύλλα της σημύδας!
Είμαστε στο σπίτι μας, αδελφή μου, και δεν θα φύγουμε ποτέ ξανά! – Αγαπημένα μας παιδιά, είπε ο πατέρας. Η ζωή του ανθρώπου είναι ένας συνεχής αγώνας για την κατάκτηση κάποιων σκοπών. Μην ξεχάσετε ποτέ τους σκοπούς που έχετε θέσει στη ζωή σας. Σο ταξίδι σας ήταν ασφαλές γιατί σας προστάτευαν οι άγγελοι. Ας σας δείχνουν το δρόμο και στην υπόλοιπη ζωή σας! Ψάχνατε τη σημύδα, δηλαδή την πατρίδα σας. Να αγαπάτε την πατρίδα σας και να εργάζεστε για το καλό της σε όλη σας τη ζωή. Ψάχνατε το αστέρι, δηλαδή την αιώνια ζωή. Ας λάμπουν και για σας τα αστέρια σε όλη την υπόλοιπη ζωή σας!
– Αμήν! Είπαν η μητέρα και τα παιδιά με τα
μάτια στραμμένα στον ουρανό».
Μετ. Μαρία Μαρτζούκου
Από τη συλλογή Παραμύθια από το μακρινό Βορρά, Καλέντης 1994 |