Του Λαμπατάρη
Γράφει ο/η Δώρα Μεταλληνού   
25.06.17

Κι εκεί απέναντί σου

σπίθιζε γαζία αποσπερίτη

Γ. Ρίτσος

  

‘’Αϊ Γιάννη Λαμπατάρη, που χεις του Θεού τη χάρη

κι έχεις τα χρυσά Bαγγέλια και της εκκλησιάς θεμέλια

δείξε και φανέρωσε ποιος νέος θα με πάρει!

Να τόνε δω στον ύπνο μου κι αύριο στην αυλή μου.

Κι αν δεν τoν  δω στον ύπνο μου, να ακούσω το όνομά του! ‘’

 

Από βραδύς είχαν πει τα μαγικά τα λόγια οι κοπέλες του χωριού, όπως κάθε χρόνο και περίμεναν να φέξει για να ακούσουν το πρώτο αρσενικό όνομα, τη μεγάλη  είδηση που θα έφερνε η καινούργια μέρα, ένα λαχείο από το σακούλι του πεπρωμένου. Το πεπρωμένο που δε ρωτά, μόνο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες. Το όνομα που θα άκουγαν πρώτο, αυτό θα είχε ο μελλοντικός τους σύζυγος. «Έπιανε» έλεγαν οι παλιότερες και συμβούλευαν τις νιες να κάνουν το ίδιο.

Στροβιλίζονταν οι μαύρες καψαλίθρες από τα λάμπατα των μαγιάτικων στεφανιών μέσα στο σύθαμπο του σούρουπου, μικρές αέρινες γκριζωπές πεταλούδες  που χόρευαν  τον τελευταίο χορό τους. Θνησιγενής υμέναιος, επαναληπτικός κι ελπιδοφόρος ταυτόχρονα. Ο αέρας είχε μυρωδιά ξερού χόρτου και ρίγανης. Ήταν όλοι εκεί ανήμερα τ’ Αϊ  Γιαννιού του Λαμπατάρη, μέρα του θεριστή γιομάτη ξόρκια και μάγια,  ξεχωριστή για τις ανύπαντρες νέες που θα τους φανέρωνε ο Προφήτης  το όνομα αυτού που θα γινόταν άντρας τους. Οι χωριανοί ετοίμαζαν από νωρίς τα σημεία που θα έκαιγαν το ξεραμένο στεφάνι του Μάη, μήνες τώρα κρεμόταν  πάνω από την κάσα της πόρτας, ένα λουλουδένιο ξόανο  σε ικρίωμα, ακμή και παρακμή όπως όλα τα εφήμερα. Η πατίνα των μηνών που είχαν περάσει είχε αφήσει εμφανή σημάδια  σήψης πάνω του. Καθώς η ώρα προχωρούσε τρεχάτη,άνοιγαν πόρτες και κυρίως γυναίκες και παιδιά  με την ξερή αποτύπωση του Μάη ανά χείρας πλησίαζαν κι απίθωναν στον καιόμενο σωρό το δικό τους αφιέρωμα. Έριχναν  κάμποσο σανό  για να τραφεί η φωτιά κι άρχιζαν με γέλια και φωνές να πηδούν πάνω από τις φλόγες. Οι γλώσσες της φωτιάς όσο περνούσε η ώρα θέριευαν, φώτιζαν υπερκόσμια τα πρόσωπα που πηδούσαν, έγλειφαν τα σώματα, καψάλιζαν τα πόδια, μα ήταν τόση η έκσταση που αψηφούσαν  το καψάλισμα.

Τρία ήταν τα σταυροδρόμια που  τελούνταν κάθε χρόνο το έθιμο. Άναβαν τις φωτιές και όταν οι φλόγες ζωήρευαν, μάζευαν τα φουστάνια οι γυναίκες στο ύψος του γόνατου να μη τσουρουφλιστούν, έτρεχαν για να πάρουν φόρα από μακριά και πήδαγαν το ένα μετά το άλλο τα σημεία που λαμπάδιαζαν τα σανά. Δε λογάριαζαν τίποτα. Αναστενάρηδες  θαρρείς σε θράκα προφητείας. Εκείνο το βράδυ μα και ανήμερα όλες οι ανύπαντρες έκαναν διάφορες τελετουργίες, που είχαν μάθει από τις πιο παλιές γυναίκες με στόχο πάντα τον υποψήφιο γαμπρό. Άλλες κουβάλαγαν το ‘’αμίλητο νερό’ ’από το κοντινότερο πηγάδι, άλλες έλιωναν το μολύβι και το έριχναν στο νερό και διάβαζαν τα σχήματα , άλλες έβαζαν κουκιά κάτω από το προσκέφαλο. Μια μυσταγωγία, μια αίσθηση ανεξήγητου μυστηρίου πλανιόταν απ’ άκρη  σ’ άκρη στο χωριό.

Κρεμασμένη στο παράθυρο η Αυγή κράταγε ακόμα και την ανάσα για να ακούσει όλα όσα συνέβαιναν  λίγο πιο πάνω από το σπίτι της. Πόσο λαχταρούσε να τρέξει  κι αυτή πάνω από τις φωτιές, να γελάσει με τα παιδιά, μικρό κορίτσι που δεν είχε καμιά γνώση του κόσμου, άβγαλτη προνύμφη σε κουκούλι μέσα, είχε  καταχωνιάσει  τον πόθο για παιχνίδι και γέλιο. Ένα γιατί, μία απορία είχε πάντα στην ψυχή, μα ποιος νοιαζόταν, βυθισμένοι οι μεγάλοι στα δικά τους δεν ασχολήθηκαν ποτέ μαζί της, ένα παιδί τρομαγμένο, δειλό, διάφανο, πουλάκι που δεν πρόλαβε να χνουδιάσει κι είχε βαριά την ψυχή. Κάποιες στιγμές έκλεινε τα μάτια και άνοιγε τα ρουθούνια να μυρίσει τον αέρα. Η φαντασία ζωγράφιζε τις εικόνες. Χαμογελούσαν  τότε τα παιδικά τα χείλη. Ήταν κι εκείνη εκεί μαζί με τους υπόλοιπους για ένα όσο κρατούσε το σφάλισμα των βλεφάρων. Ποτέ δεν είχε παρακολουθήσει το έθιμο, μόνο ότι είχε ακούσει από κουβέντες Η φαντασία όμως πάντα πλάθει εικόνες που ξεπερνούν τις πραγματικές. Θα μπορούσε να περιγράψει  με λεπτομέρειες όλη την σκηνή! Κι εκείνο το αμυδρό χαμόγελο που ζωγράφιζε τα χείλη απαλή φτερούγα που πέταγε στα σύννεφα. Ευτυχώς που υπάρχει και η φαντασία , ευτυχώς που η Αυγή την είχε πολύ ανεπτυγμένη......

 [Απόσπασμα από το υπό έκδοση ιστορικό μου μυθιστόρημα που έχει να κάνει με πρόσωπα και πράγματα του χωριού μας. Αφιερωμένο λόγω της ημέρας του Άη Γιάννη του Λαμπατάρη σε όλους τους απανταχού Κορακιανίτες]

Δώρα Σπ. Μεταλληνού

Τελευταία ανανέωση ( 20.12.18 )