Γράφει ο/η Δώρα Μεταλληνού
|
30.10.17
|
Βαρύς ουρανός
έκλαιγε από βραδύς τις ματαιώσεις του
παλιά γραμμόφωνα κούρδιζαν
ξεκούρδιστες υποχωρήσεις
μέσα σε καλοδιπλωμένες πιέτες ,
παντιέρες διάτρητες
αναρρίγησαν στις θύμησες
κόχλασε το αίμα που τις είχε ποτίσει
σε βαθύ ύπνο οι συνειδήσεις
ξεδίπλωσε η μάνα την ποδιά της υπομονής
χρόνια ατέλειωτα τη φύλαγε
να βλαστήσει καινούργια όνειρα
Άδειοι οι δρόμοι ανέμεναν μια παρέλαση
που είχε πάρει καθεστωτικό χαρακτήρα από χρόνια
Τα μυαλά ερμητικά κλειστά
απαγορευτικό στο φως να εισχωρήσει
Πότε στήθηκαν τα λάβαρα;
Πότε βγήκανε τα όργανα στους δρόμους
χωρίς χέρια εκτελεστών;
Πότε κάνες όπλων έσταξαν οργή;
Ο ουρανός συνέχιζε να κλαίει
με ένα κλάμα βουβό
ερωτήσεις έγραψαν τα σύννεφα:
''Με τι ανταλλάξατε τους ήρωες;''
''Με τι αντίτιμο πουλήσατε τα όνειρα;''
Και το Μνημείο από ψηλά να διαστέλλει τα μάτια
να δει μέχρι που μπορεί να φτάσει η ύβρις
Τι γιόρταζε τάχα η πόλη;
Μια ατέλειωτη πορεία με βήμα παρέλασης
άδεια κουστούμια ,οι κόμποι της γραβάτας χαλαροί
οι βάτες μόνο είχαν κρατήσει μια κάποια έπαρση
Μπροστά επέβαινε ένα καταίσχυντο όχι
σε κορύβαντα πυροβόλου
δεν είχε πόδια να περπατήσει
τα έχασε στα πήγαινε έλα σε βρώμικες διαπραγματεύσεις
-Τι γιορτάζουμε;
φώναξε ένα σαστισμένο παιδί από το πεζοδρόμιο
-Ένα ναρκισσιστικό πατριωτισμό ! ψιθύρισε ένας ηλικιωμένος
σε αναπηρικό καροτσάκι...
Δώρα Σπ. Μεταλληνού
28 Οχτώβρη 2017
|