Ένεκα της βραδιάς.... |
Γράφει ο/η Δώρα Μεταλληνού | |
26.06.18 | |
‘Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ ’Αϊ Γιάννη Λαμπατάρη, που χεις του Θεού τη χάρη κι έχεις τα χρυσά Bαγγέλια και της εκκλησιάς θεμέλια δείξε και φανέρωσε ποιος νέος θα με πάρει! Από βραδύς είχαν πει τα μαγικά τα λόγια οι κοπέλες του χωριού ,όπως κάθε χρόνο και περίμεναν να φέξει για να ακούσουν το πρώτο αρσενικό όνομα, τη μεγάλη είδηση που θα έφερνε η καινούργια μέρα , ένα λαχείο από το σακούλι του πεπρωμένου. Το πεπρωμένο που δε ρωτά, μόνο εμφανίζεται κάτω από συνθήκες. Το όνομα που θα άκουγαν πρώτο, αυτό θα είχε ο μελλοντικός τους σύζυγος. ‘’Έπιανε ‘’ έλεγαν οι παλιότερες και συμβούλευαν τις νιες να κάνουν το ίδιο. Στροβιλίζονταν οι μαύρες καψαλίθρες από τα λάμπατα των μαγιάτικων στεφανιών μέσα στο σύθαμπο του σούρουπου, μικρές αέρινες γκριζωπές πεταλούδες που χόρευαν τον τελευταίο χορό τους. Θνησιγενής υμέναιος ,επαναληπτικός κι ελπιδοφόρος ταυτόχρονα. Ο αέρας είχε μυρωδιά ξερού χόρτου και ρίγανης. Ήταν όλοι εκεί ανήμερα τ’ Αϊ Γιαννιού του Λαμπατάρη, μέρα του θεριστή γιομάτη ξόρκια και μάγια, ξεχωριστή για τις ανύπαντρες νέες που θα τους φανέρωνε ο Προφήτης το όνομα αυτού που θα γινόταν άντρας τους. Οι χωριανοί ετοίμαζαν από νωρίς τα σημεία που θα έκαιγαν το ξεραμένο στεφάνι του Μάη, που μήνες τώρα κρεμόταν πάνω από την κάσα της πόρτας, ένα λουλουδένιο ξεραμένο στεφάνι, ξόανο σε ικρίωμα, ακμή και παρακμή όπως όλα τα εφήμερα. Η πατίνα των μηνών που είχαν περάσει είχε αφήσει εμφανή σημάδια σήψης πάνω του. Καθώς η ώρα προχωρούσε τρεχάτη ,άνοιγαν πόρτες και κυρίως γυναίκες και παιδιά με την ξερή αποτύπωση του Μάη ανά χείρας πλησίαζαν κι απίθωναν στον καιόμενο σωρό το δικό τους αφιέρωμα. Έριχναν κάμποσο σανό για να τραφεί η φωτιά κι άρχιζαν με γέλια και φωνές να πηδούν πάνω από τις φλόγες. Οι γλώσσες της φωτιάς όσο περνούσε η ώρα θέριευαν , φώτιζαν υπερκόσμια τα πρόσωπα που πηδούσαν, έγλειφαν τα σώματα, καψάλιζαν τα πόδια, μα ήταν τόση η έκσταση που αψηφούσαν το καψάλισμα. Τρία ήταν τα σταυροδρόμια που τελούνταν κάθε χρόνο το έθιμο. Άναβαν τις φωτιές και όταν οι φλόγες ζωήρευαν, μάζευαν τα φουστάνια οι γυναίκες στο ύψος του γόνατου να μη τσουρουφλιστούν, έτρεχαν για να πάρουν φόρα από μακριά και πήδαγαν το ένα μετά το άλλο τα σημεία που λαμπάδιαζαν τα σανά. Δε λογάριαζαν τίποτα. Αναστενάρηδες θαρρείς σε θράκα προφητείας. Εκείνο το βράδυ μα και ανήμερα όλες οι ανύπαντρες έκαναν διάφορες τελετουργίες, που είχαν μάθει από τις πιο παλιές γυναίκες με στόχο πάντα τον υποψήφιο γαμπρό. Άλλες κουβάλαγαν το ‘’αμίλητο νερό’ ’από το κοντινότερο πηγάδι, άλλες έλιωναν το μολύβι και το έριχναν στο νερό και διάβαζαν τα σχήματα , άλλες έβαζαν κουκιά κάτω από το προσκέφαλο. Μια μυσταγωγία, μια αίσθηση ανεξήγητου μυστηρίου πλανιόταν απ’ άκρη σ’ άκρη στο χωριό.
|
|
Τελευταία ανανέωση ( 26.06.18 ) |