Γράφει ο/η Βασίλης Μαρτζούκος
|
25.11.10
|
"Μία φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο χωριό η ζωή κυλούσε ομαλά και οι κάτοικοι χαιρόντουσαν τα δώρα που απλόχερα τους μοίρασε η φύση. Τα παιδιά του χωριού είχαν το μοναδικό προνόμιο να εξοικειώνονται άμεσα με το περιβάλλον τους και να μην μαθαίνουν για τα ζώα και τα φυτά μόνο από βιβλία και τηλεοράσεις, όπως τα παιδιά των πόλεων. Οι περισσότεροι γονείς, έχοντας συνείδηση της ευκαιρίας αυτής, φρόντιζαν να συνδυάζουν το παιγνίδι με την αγωγή των παιδιών τους. Σε πολύ μικρή ηλικία τα παιδιά του χωριού ανεγνώριζαν φυτά και φρούτα, γνώριζαν σταδιακά τις διαδικασίες καλλιέργειας και παραγωγής, τάϊζαν τις κότες, έπαιζαν με τους σκύλους και φρόντιζαν τις γάτες της γειτονιάς τους. Ειδικότερα για τις γάτες οι μαμάδες είχαν εξηγήσει στα παιδιά τους ότι αρκεί ένα χάδι και λίγα αποφάγια για να κερδίσουν την απέραντη τρυφερότητά τους αλλά και την προστασία τους από ερπετά, τρωκτικά και έντομα.
Οι κανόνες έχουν πάντα και τις εξαιρέσεις τους. Οι γονείς του Γιαννάκη, προφανώς αδιάφοροι για την σωστή αγωγή του, τον παρακολουθούσαν να συμπεριφέρεται στις γάτες της αυλής του σαν αυτές να ήταν αντικείμενα και όχι έμψυχα. Ο μικρός και κακομαθημένος δυνάστης σύντομα έγινε ο εφιάλτης των αθώων τετραπόδων, με την ανοχή, ίσως δε και με το καμάρι των γονιών για τα «κατορθώματά του».
Ένας όμορφος γκριζόασπρος γάτος με το παρατσούκλι «Σπύρος», κυκλοφορούσε επί χρόνια σε μία από τις γειτονιές του χωριού. Επιφυλακτικός αρχικά με τους ανθρώπους έπαιρνε ότι του έδιναν και τα βράδια, πιστός στο καθήκον, κυνηγούσε στη φύση για να συμπληρώσει τα γεύματά του. Μετά από καιρό ο «Σπύρος» ανακάλυψε με δραματικό τρόπο ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Η οικογένεια που του έδωσε το όνομα «Σπύρος» και τον φρόντιζε, έκανε το λάθος, με την φιλική συμπεριφορά της, να του αφαιρέσει την επιφύλαξη προς τους ανθρώπους, δηλαδή να τον αφοπλίσει.
Έτσι άοπλος πλέον ο «Σπύρος», γεμάτος εμπιστοσύνη προς τους ανθρώπους, επιζητούσε την φροντίδα και την αρωγή τους, μέχρι που έπεσε στα χέρια του μικρού κακομαθημένου Γιαννάκη και της παρέας του. Ο «Σπύρος» δοκίμασε στο πετσί του τι σημαίνει ανθρώπινη κλωτσιά και δυνατό τράβηγμα της ουράς, στα πλαίσια του «παιδικού παιγνιδιού» και μην μπορώντας να το αντέξει αντέδρασε όπως τον δίδαξε η φύση γρατσουνώντας στο χέρι τον Γιαννάκη. Ο μικρός με κλάματα έδειξε με το δάκτυλο στους γονείς του τον «ανθρωποφάγο» γάτο και από την στιγμή αυτή η μοίρα του «Σπύρου» είχε κριθεί, αφού από την επόμενη ημέρα εξαφανίσθηκε. Άλλοι λένε ότι οι οργισμένοι γονείς τον φαρμάκωσαν, άλλοι ότι τον απομάκρυναν από το χωριό, πετώντας τον σε μακρινά χωράφια και άλλοι ισχυρίζονται ότι τον είδαν πατημένο από ρόδες αυτοκινήτου.
Στο χωριό η ζωή συνεχίζεται. Οι άνθρωποι ανταλλάσσουν κοινωνικές φιλοφρονήσεις και με ευλάβεια σταυροκοπιούνται τις Κυριακές στις εκκλησίες, ελπίζοντας ότι θα καταταγούν μετά θάνατον μεταξύ των αγίων, σε αντίθεση με τα ζώα τα οποία δεν έχουν ψυχή και συνεπώς αυτά δεν πρέπει να ελπίζουν σε τίποτε, μετά τον θάνατό τους. Τύψεις δεν υπάρχουν, διότι η φύση έχει πλασθεί για να υπηρετεί τον άνθρωπο του οποίου η αποστολή είναι να κατακυριεύσει την γη. Οι αυριανοί «σκληροί» και παρασιτικοί Γιάννηδες θα φέρουν τον πλανήτη ένα βήμα πιο κοντά στην καταστροφή του". Αντίο «Σπύρο»
Βασίλειος Μαρτζούκος (Μιζές)
ΣΗΜ.: με την αφήγηση του Βασίλη, συνειδητοποιήσαμε ότι δεν χάθηκε απλά ο "Σπύρος", αλλά ότι η γειτονιά (Μουργάδες), "άδειασε" ξαφνικά από γάτους....
|
Τελευταία ανανέωση ( 25.11.10 )
|