"Γιορτές μιας άλλης εποχής..."
Γράφει ο/η Δώρα Μεταλληνού   
29.12.10
Πολλά χρόνια πίσω....Δεκαετία του '60...
Ήμουν παιδί και περίμενα όπως όλα τα παιδιά του χωριού μας τις Άγιες μέρες, για να διανθίσουμε τη ζωή μας με κάποιες μικροχαρές που αυτές οι μέρες φέρνουν. Ζήσαμε στερημένοι από υλικά αγαθά. Είχαμε μόνο τα απαραίτητα, αλλά τώρα που το σκέφτομαι τα ουσιώδη...
Παραμονή Χριστουγέννων στολίζαμε το δέντρο. Περιμέναμε πως και πως τη στιγμή, που οι μανάδες μας θα έβρισκαν λίγο χρόνο για να πάμε να κόψουμε το παραδοσιακό κυπαρίσσι. Πόσα δάκρυα έριξα, τις παραμονές που έβρεχε και αδυνατούσαμε να πάμε για το κόψιμο. Κι όταν επιτέλους στηνόταν σε κάποια γωνιά, άρχιζε το στόλισμα. «Κουτούλια» τυλιγμένα σε τσιγαρόχαρτο, πλαστικά χτενάκια, κουκλάκια, κάρτες και τέλος μπαμπάκι...πολύ μπαμπάκι για να γεμίσουν τα κενά...γιατί η διακόσμηση ήτανε κι αυτή στερημένη!
Κι ερχόταν η ώρα για τα κάλαντα. Γυρνούσαν τα παιδιά στις γειτονιές να πούνε τα ''Κορακιανίτικα'' κάλαντα...[τα έχουμε κι αυτά ξεχάσει προ πολλού].Δεν ξέρω ακόμη το λόγο, αλλά λίγες φορές συμμετείχα σε αυτό το δρώμενο. Ντρεπόμουν να χτυπάω πόρτες και να ζητάω λεφτά.
Και το έθιμο επαναλαμβανόταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Αυτή τη μέρα τη θυμάμαι ιδιαίτερα. Το πρωί σηκωνόμουν και κοιτάζοντας το Κοράκιο ή τον Κόρεντη έλεγα «Καλημέρα σας βουνά και καλή πρωτοχρονιά! Σαν τα βουνά να ‘μαι γερή, σαν τη θάλασσα γοργή, σαν τα θαλασσοκύματα να κάνω τα θελήματα!» Ύστερα ανέβαινα στην Πλάστιγγα με τον πατέρα μου, στου ''Μπούμπουλα'' το μαγαζί, όπου με περίμενε ο κ. Γιάννης [ο Πάτσαλας], φίλος του πατέρα μου για να μου δώσει το μποναμά μου. Τι ήταν; Ένα φουσκωμένο μπαλόνι. Όχι ένα οποιοδήποτε μπαλόνι. Τη μια χρονιά ήταν ένας πιγκουΐνος, την άλλη ένα φίδι. Τη χαρά για την προσμονή αυτού του δώρου λίγες φορές την ένοιωσα...πολλοί με ζήλευαν εκείνη τη μέρα! Και το απόγευμα, με περασμένο το πουγκί στο λαιμό, περιμέναμε να μας κάμουν ''στρίνα''. Πολλά παιδιά έλεγαν σε όποιον συναντούσαν, «Θα μου κάμεις στρίνα;». Όποιος είχε, έριχνε στο πουγκί δεκάρες ή κανένα μισόφραγκο. Ανεβαίνοντας στις Μουργάδες, δύο ηλικιωμένους θυμάμαι, που μου έκαναν μποναμά. Ο ένας, ο δάσκαλος ο Μιζές! Κι ο άλλος, ο ζωγράφος ο Δ. Σγούρος, ο οποίος χαρακτηριστικά μου έλεγε «Έλα γριούλα να σου κάνω στρίνα.!»....
Στερημένα χρόνια ναι, αλλά νοιώθαμε τόση χαρά '»στη μεγαλοσύνη» του ασήμαντου! Πέρασαν πολλά χρόνια, όμως τέτοιες μέρες μας πιάνει μία νοσταλγία, ένα άρωμα θύμησης...τότε που ένα φουσκωμένο μπαλόνι ήταν ικανό να μας ταξιδέψει ως την άκρη του κόσμου…
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Δώρα Σπ. Μεταλληνού
Τελευταία ανανέωση ( 23.04.11 )