"Tο της ανάγκης έστ’
αδήριτον σθένος..."
|
|
"Η δύναμη της ανάγκης
είναι ακαταμάχητη
|
Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, στ. 105
Μουσολίνι: «Αν δεν είμαστε σε θέση να νικήσουμε
τους Έλληνες ευθύς αμέσως, θα παραιτηθώ από το να είμαι Ιταλός. Θα αναγκαστούν
οι Έλληνες να αποσυρθούν προς την Αθήνα κι ο καθένας τους θα πάει στο χωριό
του». 15 Οκτωβρίου 1940.
Μουσολίνι: «Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Είναι
παράδοξο και γελοίο, αλλά είναι γεγονός. Πρέπει να παρακαλέσω τον Χίτλερ να
γίνει ανακωχή». 3 Δεκεμβρίου 1940.
Τσιάνο: «Αυτό είναι αδύνατο… Θα προτιμούσα να
φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι μου παρά να τηλεφωνήσω στον Ρίμπεντροπ. Είναι
δυνατό να έχουμε ηττηθεί οριστικά;» 3
Δεκεμβρίου 1940.
Ξημέρωνε Δευτέρα, 25 Μαρτίου 1941, ημέρα της
ελληνικής Μνήμης. Διάβασε, ήταν η τελευταία πράξη της «Εαρινής Επίθεσης» των
αλπίνων της ιστορικής και γενναίας και
καλώς προετοιμασμένη μεραρχίας «Τζούλια», όπως και όλων των άλλων στην Αλβανία,
που είχε σαν απώτερο μόνον αντικειμενικό σκοπό τα Γιάννινα και να πετύχει έτσι
ένα ρήγμα στο ελληνικό κέντρο.
Η «ρεζέρβα»
Ο ένοικος του Παλάτσο Βενέτσια, Ντούτσε, εκλιπαρεί
τον τρίτο στη σειρά αρχιστράτηγό του Καβαλέρο: «οφείλουμε να έχουμε ΜΕ ΚΑΘΕ
ΘΥΣΙΑ μία τουλάχιστον στρατιωτική επιτυχία πριν οι Γερμανοί κατέβουν κι
αρχίσουν τις αρχές Απριλίου την επίθεσή τους».
Ο Ιταλός ιστορικός Giorgio Candeloro στο βιβλίο
του Storia dell’ Italia
moderna 1939-1945, αναφέρεται μεταξύ άλλων και σε μια
επιστολή που έστειλε ο Μτούτσε στον Φύρερ και στην οποία γράφει: «Η φασιστική
Ιταλία θέλει να γίνει η ρεζέρβα σας».
Οι εύζωνοι του Ομήρου
Τίποτα όμως δεν είναι ισχυρότερο από την ανάγκη για
Ελευθερία, που τόσο πολύ ύμνησε ο Ανδρέας Κάλβος. Οι εύζωνοι μαχητές της Πίνδου
τολμούν και προκαλούν τον Θάνατο που τους παραμόνευε και τον νικούν, όπως και τότε
στα χρόνια της μηδικής εισβολής, όπου οι Αθηναίοι «καμωμένοι ένα με την
ελευθερία», καθώς λέει ο Ηρόδοτος, έσωσαν την Ανεξαρτησία των ελληνικών λαών
και την άνθηση των δημοκρατικών ιδεών που έσπειρε ο Σόλωνας. Η θύμηση ενός
αγώνα μένει πάντα ζωντανή, έστω και σαν θαμπό αντιφέγγισμα στο βάθος κάθε
αττικής τραγωδίας, η πιο υψηλή κι η πιο
τολμηρή δημιουργία του ελληνικού λαού, που και στις μέρες μας δοξάζεται
οικουμενικά.
Στα μέσα της άνοιξης του 472 π.χ. παίχτηκε στο
διονυσιακό λατρευτικό χώρο, εκεί δίπλα στην Ακρόπολη, με χορηγό το νεαρό τότε
Περικλή, το μεσαίο δράμα της Τριλογίας του Αισχύλου «Πέρσαι». Μύστης κι αυτός
του ιερού των Ελευσίνιων Μυστηρίων της Δήμητρας και της Κόρης (Περσεφόνης) και
πάνω από όλα, μαχητής και τραυματίας των Μηδικών Πολέμων κι αδελφός του
Κυναίγειρου. Πρώτη αφήγηση μεγάλης ιστορίας από μεγάλο ποιητή και παιδαγωγό των
ελεύθερων ανθρώπων. Γι αυτό, το έργο είναι μοναδικό στο είδος του. Η άχνα όμως
και το άρωμα των μαχητών της Ηπείρου πέφτουν πάνω στους μελανοχίτωνες στη
χαράδρα με την «εφ’ όπλου λόγχη», ενώ σύγκαιρα, καθώς ένα καιρό στα Δελβενάκια,
άρχιζαν κι από τις δύο πλευρές της να ρίχνουν και να ροβολάνε τα εκεί ευζωνικά
τμήματα με την κρητική ιαχή «Αέρα». «Όποιος στην μάχη πάει για να πεθάνει,
στρατιώτη μου, τον πόλεμο τον χάνει», μας θυμίζει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης.
Στη «Χαράδρα του Θανάτου» και στο «Ύψωμα 731» της
Αλβανίας, σβήσανε οριστικά τα όνειρα «του στρατιωτικού περιπάτου», η «Mare Nostrum» και το «τσάκισμα των πλευρών της Ελλάδος». Μπροστά στα όμματα του
Μπενίτο, όπως κάποτε και του Ξέρξη στη Σαλαμίνα, οι «φλογεροί αλπίνοι» γνώρισαν
την καταστροφή από τους πεινασμένους και ξεθεωμένους ευζώνους.
Η φωνή της Ιστορίας
Όμως την ελληνική ψυχή την ίσκιωνε κρυφή έγνοια. Η
χώρα βρισκόταν κάτω από το ασήκωτο βάρος της τευτονικής Ευρώπης. Πραγματικά, μετά
το διάβα εξακοσίων χιλιάδων Γερμανών στη Βουλγαρία, η λαϊκή συνείδηση
αντιμετώπισε με περίσκεψη την ώρα που είχε σημάνει. Κανένας δεν ήξερε ό,τι
ξέρουμε σήμερα: την έκβαση του πολέμου. Μια Γερμανία νικήτρια με τη Βουλγαρία
στο πλευρό της, ήταν αυτόχρημα το τέλος και της ελληνικής ιστορίας και της
ελληνικής φυλής.
Τέτοιες στιγμές έχουν βάρος αιώνων…
Κωνσταντίνος Τσαγκαρογιάννης
Υπάρχουν 0 σχόλια. Πατήστε εδώ για να προσθέσετε το δικό σας
|