Ο Γιάννης Μαρτζούκος γεννήθηκε
μέσα στην καρδιά του χειμώνα του 1980 στην Αθήνα. Η Κέρκυρα, η Χαλκίδα και η
Πάνορμος της Μικράς Ασίας ζουν μέσα στο αίμα του και μαρτυρούν σιωπηλά τα ίχνη
των προγόνων του.
Πάντα του άρεσαν τα
σχήματα και τα χρώματα, το μολύβι και το πινέλο. Η τέχνη άρχισε να τον κερδίζει
καθώς έβλεπε ότι του προσέφερε έναν πολύμορφο και πολύτροπο δρόμο επικοινωνίας
και έκφρασης σκέψεων και συναισθημάτων. Η τεχνολογία όμως έμπαινε δυναμικά και σε συνδυασμό με την αγαπημένη του τέχνη,
έπεσε στην αγκαλιά της γραφιστικής, με την οποία απασχολείται επαγγελματικά
κατά τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Ως καλλιτέχνης, η φαντασία είναι το οξυγόνο
του και μέσω αυτής δημιουργεί εικόνες και κόσμους. Το οξυγόνο όμως υπάρχει
παντού, έτσι και η φαντασία μπορεί να αποτυπωθεί πάνω σε ένα λευκό χαρτί, στην
οθόνη του υπολογιστή ή και μέσα από τις λέξεις.
Είναι αριστερόχειρας
και λατρεύει τη θάλασσα.
Κουβαλώντας λοιπόν
όλα τα παραπάνω εφόδια, ο Γιάννης Β. Μαρτζούκος ήταν επόμενο να περάσει από την
τέχνη (και) στη λογοτεχνία, παρουσιάζοντας φέτος το καλοκαίρι το πρώτο του
βιβλίο με τίτλο η «Πέμπτη Εποχή», από τις Εκδόσεις «Πηγή» (http://www.pigi.gr/?product=pempti-epoxi).
Και η Χριστίνα
Λιναρδάκη μας εισάγει με κείμενό της στο διαδίκτυο στο βιβλίο αυτό:
Μερικές από τις
παραδοχές που συνθέτουν το πλαίσιο της πραγματικότητας στο οποίο είμαστε
συνηθισμένοι, ο χρόνος έχει τέσσερις εποχές. Ένα στέρεο σώμα δεν είναι διάφανο
ούτε μπορεί να μεταβληθεί σε υγρό μέσα σε μία στιγμή. Ο χρόνος κινείται
γραμμικά. Οι πολιτισμοί είναι διακριτοί, αυτοτελείς και στεγανοί. Καμία από τις
οποίες δεν ισχύει στην «Πέμπτη Eποχή» κι αυτό επειδή πρόκειται για ένα βιβλίο που εντάσσεται στη
λογοτεχνία του φανταστικού.
Στην «Πέμπτη Eποχή» ο Γιάννης Μαρτζούκος θέλησε να
ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τη μεγάλη ελληνική αφήγηση περί ένδοξου
παρελθόντος και να δει τι θα γινόταν, αν αυτό το παρελθόν αναβίωνε ξάφνου,
δίνοντάς μας την προσωπική του εκδοχή, μια εκδοχή που διατρέχει πολλές εποχές,
πολλούς μύθους, άλλους τόσους θρύλους, αλλά και μυστήρια που μόλις στις μέρες
μας αρχίζει να διαφαίνεται η λύση τους.
Πριν από αυτό έκανε
εμπεριστατωμένη έρευνα για τα πολλά επιμέρους πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία
επαληθεύονται ένα προς ένα. Ακόμη κι έτσι όμως, ακόμη κι αν τα στοιχεία που
αναφέρει επαληθεύονται, δεν παύει να πρόκειται για μια φανταστική ιστορία, όσο
καλά και να στηρίζεται στην πραγματικότητα.
Και παρακολουθούμε,
κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα, έναν αρχαιολόγο, έναν πλούσιο που αγαπά τα
μυστήρια και τον γιο του, μια μυστηριώδη αποκρυφιστική συμμαχία που τους
εναντιώνεται και πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες να υφαίνουν το γαϊτανάκι μιας
συναρπαστικής ιστορίας με πυκνή πλοκή και σασπένς τέτοιο που δεν επιτρέπουν στον
αναγνώστη να αφήσει κάτω το βιβλίο.
Οι χαρακτήρες του
εξελίσσονται, όμως μόνο τόσο όσο είναι αρκετό για να βαθύνουν, χωρίς να
βαρύνουν στην εξέλιξη της ιστορίας. Άλλωστε, το ζητούμενο στο βιβλίο του Γιάννη
Μαρτζούκου δεν είναι ο χαρακτήρας του Οδυσσέα Νέζη ή αν αυτός θα προλάβει να
βρει τις απαντήσεις που ψάχνει, αλλά ο οποιοσδήποτε Οδυσσέας, ο οποιοσδήποτε
άνθρωπος και το πώς προσδιορίζεται σε σχέση με τον κόσμο. Ετούτος ο
προσδιορισμός είναι το ζητούμενο. Αυτός και το κύρος του πεπερασμένου ανθρώπου
που συνδιαλέγεται με έναν απέραντο κόσμο, ο οποίος τον ξεπερνά. Ένα πεπερασμένο
που δεν θέλουμε να δεχθούμε και του αντιστεκόμαστε με διάφορους τρόπους, κυρίως
όμως με τη λογοτεχνία και την τέχνη.
Μια τέτοια μορφή
αντίστασης είναι και η «Πέμπτη Εποχή». Ο Γιάννης Μαρτζούκος επισκέπτεται
αστικούς μύθους για κρυμμένα ιερά, όπως το θρυλούμενο μέσα στον ιερό βράχο της
Ακρόπολης και το επίσης θρυλούμενο τούνελ από εκεί μέχρι το Σούνιο. Για όσους
δεν γνωρίζουν, υπάρχουν ερευνητές που βεβαιώνουν (σε μη επιστημονικά ωστόσο
τεκμηριωμένες έρευνες) για την ύπαρξη όχι ενός, αλλά τριών ιερών μέσα στον
βράχο της Ακρόπολης, αλλά και διαφόρων υπόγειων τούνελ που διατρέχουν την
Αττική, μεταξύ αυτών και εκείνο που ενώνει τον βράχο με το Σούνιο.
Ο Μαρτζούκος
χρησιμοποιεί αυτούς τους μύθους στο βιβλίο, αλλά και πολλούς άλλους, και
καταφέρνει να μας μεταφέρει από το Σούνιο στην Αίγυπτο μέσα σε λίγα λεπτά, ενώ
παράλληλα ερμηνεύει το μυστήριο του μηχανισμού των Αντικυθήρων ή εξερευνά
θαύματα της φύσης, όπως η σπείρα που παράγεται από την ακολουθία Φιμπονάτσι.
Παντού και πάντα περιγράφει έναν κόσμο αφανή, έναν κόσμο μεγαλείου, σε άμεση
γειτνίαση με τον καθημερινό, έναν κόσμο αθέατο του οποίου είμαστε ανίδεοι
πολίτες που δεν επιζητούν καν να εγγραφούν στα δημοτολόγιά του, επειδή
πιστεύουν ότι δεν μπορούν – εάν γνωρίζουν ότι υπάρχει.
Εκτός από τα χρονικά
όρια που καταργούνται στο βιβλίο, καταργούνται και τα χωρικά. Αντικείμενα και
γεγονότα συνδέουν όχι μόνο τις εποχές αλλά και τους τόπους και τους
πολιτισμούς: τις Αζόρες με την Αίγυπτο, τον ελληνικό πολιτισμό με τον
αιγυπτιακό και με εκείνον των Μάγιας. Όλα είναι συμβατά, όλα μπορούν να
συνυπάρξουν σε ένα φανταστικό μυθιστόρημα σαν αυτό εδώ που αποτελεί πραγματικά
έναν «γενναίο, νέο κόσμο».
Καλή επιτυχία!!!
|