Η καπάσα | | Εκτύπωση | |
Γράφει ο/η Μαρία Μαρτζούκου | |
26.09.12 | |
Την εποχή εκείνη το νερό ήταν λιγοστό. Στην κάψα του καλοκαιριού οι γυναίκες της γειτονιάς μας φόρτωναν τα γαϊδούρια κι έφταναν ως την Καρκούλα για να φέρουν νερό, περνώντας το δύσβατο μονοπάτι με τις πέτρες, όπου κινδύνευαν ακόμα και τα ζώα. Τυχεροί όσοι είχαν στο σπίτι τους στέρνες ή δικό τους πηγάδι, αν και τα πηγάδια στέρευαν κι αυτά καθώς προχωρούσε το καλοκαίρι. Εμείς πηγάδι δεν είχαμε ούτε στέρνα, έτσι η νόνα μου η Λένη και ο πάππους μου ο Στάθης αγόρασαν μια τεράστια καπάσα και την τοποθέτησαν στην αυλή της κουζίνας, δίπλα στον τοίχο, για να μαζεύουν νερό από τον κεραμό, να έχουν τουλάχιστον για την μπουγάδα. Τέσσερα παιδιά μεγάλωσαν και η καπάσα άντεξε. Κανείς δεν την κούνησε από τη θέση της, κανείς δεν την επιβουλεύτηκε. Πόσες φορές όταν ήμουν μικρή δεν μ’ έβαλε μέσα η νόνα μου να την καθαρίσω, να μαζέψω το χώμα που έπεφτε μαζί με το νερό από τα κεραμίδια για να την ασβεστώσει μετά εκείνη, να τη συγυρίσει, να ‘ναι καθαρό το νερό. Έπειτα έγινε το υδραγωγείο. «Απίστευτο, βγαίνει νερό από τον πύργο», έλεγε η νόνα μου. Η καπάσα όμως έμεινε στη θέση της να θυμίζει μέρες δύσκολες, να γεμίζει και νερό για τη μπουγάδα, για τις τριανταφυλλιές της μάνας μου αργότερα. Η νόνα και ο πάππους έφυγαν, έφυγε και η μάνα μου, αλλά η καπάσα συνέχισε να στέκει εκεί, στη θέση της, να τους θυμίζει όλους.
Όμως στο τελευταίο μου
προσκύνημα στο σπίτι η καπάσα δεν υπήρχε πια. Βέβηλα χέρια τη σήκωσαν από τη
θέση της και τώρα, ακριβοπληρωμένη ή όχι, ίσως στολίζει κάποιο κήπο… Δεν θα την
ξαναγεμίσουν νερό, δεν θα την ασβεστώσουν πάλι, κανένα παιδί δεν θα ξαναμπεί
μέσα να την καθαρίσει. Όποιος την έχει δεν θα γνωρίζει την ιστορία της και
μάλλον δεν θα τον νοιάζει. Άλλωστε, όπως λέει και ο ποιητής, «τι ξέρουν αυτοί
απ’ τα δικά μας / μ’ αυτόν τον τρόπο τον ανοικτίρμονα, τον παντοκράτορα, τον
αβασίλευτο».
Μαρία
Μαρτζούκου
|
|
Τελευταία ανανέωση ( 26.09.12 ) |
< Προηγ. | Επόμ. > |
---|