Γράφει ο/η Δώρα Μεταλληνού
|
31.12.17
|
Θλίψη στάζανε οι καμπάνες
είχαν ραγίσει
από του κόσμου τα δάκρυα
πάχνισε ο καιρός το τζάμι
να μη θωρεί τα κρίματα του κόσμου
άχρονες γιορτές ...
σε άχρονη πόλη.....
άπλωσε το δάχτυλο και έσυρε μία ελπίδα
στου χωρόχρονου τον ορίζοντα.
μ,πήκαν στην κάμαρη οι φωνές της πόλης.
μπήκαν και κάτι λαμπιόνια που αναβόσβηναν.
κάτι τρίγωνα που έψαλαν κάλαντα
κάτι κασκόλ που μάταια προσπαθούσαν να ζεστάνουν τη μοναξιά
μαραμένες ελπίδες ,ξέπνοες πλημμύρισαν το δωμάτιο
ζήταγαν τελεσφόρηση
Η κλεψύδρα του χρόνου έσταζε υποσχέσεις...
Κάποιοι ικέτευαν με τα μάτια για μια πραγμάτωση....
Προσευχήθηκε...
σήκωσε τα μάτια σε έναν ανέλπιδο ουρανό..
και ζήτησε κάτι....
Ήξερε ο Αη Βασίλης......
ήξερε...
Εκλεισε τα μάτια
κοιμήθηκε.
Οι καμπάνες την ξύπνησαν
μια χαρμολύπη διαλαλούσαν
σκίρτησε η καρδιά!
το δώρο της! Ακουμπισμένο στα γόνατα.
όμορφο το περιτύλιγμα
Γιορτινό..
Ο Άη Βασίλης τη θυμήθηκε
τράφηξε το σπάγγο
Ένα όμορφο ολοκαίνουργιο ζευγάρι κόκκινες γόβες!
βούρκωσε η ψυχή.
έσπασε η ελπίδα.
κορόιδεψε η απαντοχή.
κραυγή βουβή έσχισε την πόλη πέρα ως πέρα:
-Τι να τα κάνω τα παπούτσια Χριστέ μου;
Εγώ πόδια σου ζήτησα....
ΔΩΡΑ ΣΠ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ.
''ΑΝΕΓΓΙΧΤΑ ΡΕΙΘΡΑ'' εκδ.ΟΣΤΡΙΑ
|