Από το 1947 επιδόθηκε επίσης στην αγιογραφία. Εικόνες και εικονογραφημένα λάβαρα (σκόλες) υπάρχουν σε πολλούς ναούς της Κέρκυρας, αλλά και σε οικίες ιδιωτών. Την περίοδο 1958-1980 ασχολήθηκε με την εικονογράφηση οροφών (ουρανιών) στους ναούς, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διάσωση του είδους. Από το πλήθος των έργων αναφέρουμε ενδεικτικά αυτή των ναών της Υ.Θ. Οδηγήτριας Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης το 1959, της Υ.Θ. Οδηγήτριας Πέλεκα το 1960, του Παντοκράτορος Ευρωπούλων το 1967, του Αγίου Σπυρίδωνος Σαρόκου το 1979, του Αγίου Νικολάου Κορακιάνας το 1980 κ.ά.
Το ήδη γνωστό ζωγραφικό του έργο, όπως μας πληροφορούν οι προγενέστερες αναφορές στον τοπικό τύπο, ο Στέφανος Σγούρος παρουσίασε στην Κέρκυρα για πρώτη φορά σε ατομική έκθεση το 1956. Σε ομαδικές εκθέσεις συμμετείχε και πάλι στην Κέρκυρα το 1971 στην Αναγνωστική Εταιρεία για τη Διεθνή Εβδομάδα Τέχνης και το 1975 στο ξενοδοχείο Corfu Palace για την Παγκόσμια Εβδομάδα Τέχνης της UNESCO. Η τελευταία αυτή έκθεση παρουσιάστηκε και στις Βρυξέλλες τον Μάιο του ιδίου έτους. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που αντιστοιχεί σε πολυάριθμες παραγγελίες βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές. Σημαντικότατη η συλλογή της οικογένειάς του, προσωπική και των συγγενών του, όπου συμπεριλαμβάνονται έργα των περισσότερων φάσεων της δημιουργίας του.
Στη ζωγραφική τέχνη και σε ειδικά ζητήματά της αναφέρεται στις μελέτες του «Επαγγελματισμός και Τέχνη» (1981), «Υδατογραφία» (2002) και «Κερκυραίοι Ζωγράφοι 19ου-20ου αιώνα» (2004), ενώ σχετικά δημοσιεύματά του έχουν επανειλημμένως παρουσιαστεί στον τοπικό τύπο.
Ο Στέφανος Σγούρος έχει επίσης κατά περιόδους ασχοληθεί με την ποίηση.
Στο καλλιτεχνικό έργο και στην κοινωνική δράση του έχουν αναφερθεί με δημοσιεύματα ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Μιχάλης Λυκίσσας, ο Τηλέμαχος Μεταλληνός, η Αγαθή Νικοκάβουρα, ο πατήρ Αθανάσιος Τσίτσας κ.ά.
Επιχειρώντας την προσέγγιση ενός σημαντικού καλλιτεχνικού έργου, δεν μπορούμε παρά να έχουμε κατά νου ότι μας ορίζει μια φράση-κλειδί για την κατανόησή του. Η αναδρομή στα πενήντα και πλέον έτη δημιουργίας του Στέφανου Σγούρου, στο μαγικό ψηφιδωτό που ο χρόνος κατασκεύασε με βάση ένα πλήθος έργων και σχεδίων προκειμένου να μας διηγηθεί την πορεία μιας καλλιτεχνικής εξέλιξης και παράλληλα μιας ανθρώπινης ζωής, επιβάλλει να γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης με σαφήνεια μας προτείνει: « Η τέχνη της ζωγραφικής είναι μία και μόνη. Η επιστήμη της αναπαράστασης του φυσικού είναι πάντοτε η ίδια». Στη σύνοψη αυτή ορίζεται με λιτότητα όλη η θεωρία της επτανησιακής μας παράδοσης για τη ζωγραφική τέχνη έτσι όπως φαίνεται να διαμορφώνεται από τον 16ο αιώνα έως και σήμερα. Για τα παραπάνω, το έργο του Στέφανου Σγούρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ο τελευταίος σταθμός μιας μακριάς πολιτισμικής πορείας και η ζωντανή σήμερα μαρτυρία της.
Οι μακρινές πηγές για την φυσιοκρατική αναπαράσταση αναζητώνται στην παράδοση της τέχνης της αρχαιότητας, στις μεσαιωνικές αναβιώσεις της, στην εκρηκτική ανθρωποκεντρική και φυσιολατρική τέχνη της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, στις αισθητικές μετεξελίξεις της τέχνης των επόμενων αιώνων, στην αρχαιολατρία του νεοκλασικισμού, στη φυσιολατρία του ρομαντισμού έως και σε ορισμένες πτυχές του πιο σύγχρονου για εμάς αντίλογου της παραστατικής τέχνης προς τη μην παραστατική του 20ου αιώνα.
Και ενώ για παράδειγμα ο Κεφαλονίτης Γεράσιμος Σταματελάτος (Στέρης), αν και μεγαλύτερος, δημιουργεί μία περίοδο συγχρόνως με τον Στέφανο Σγούρο εμπνευσμένος από την αφαίρεση, ο τελευταίος μας καθηλώνει με την επιμονή στην αντιγραφή του φυσικού, αναπαριστώντας ότι ζει (ζωγραφίζω) με τρόπο σχεδόν φωτογραφικό. Στη διαδικασία αυτή, οι μηχανισμοί μόνο τροποποιούνται, διαφέρουν τα μέσα που χρησιμοποιεί ο δημιουργός ανάλογα με την τεχνική στην οποία επιδίδεται, την ελαιογραφία, την υδατογραφία κλπ. Οι στόχοι ωστόσο παραμένουν πάντα οι ίδιοι για τη μία και μόνη τέχνη της ζωγραφικής, της φυσιοκρατικής ζωγραφικής στην οποία εγγράφεται και η αγιογραφία.
Με σημαντικούς προγόνους στο χώρο της ζωγραφικής των παραπάνω τάσεων όπως τον Χαράλαμπο Παχή (1844-1891), τον Βικέντιο Μποκατσιάμπη (1856-1932), τον Άγγελο Γιαλλινά (1857-1939), τον Περικλή Κόλλα (1860-1883), τον Μάρκο Πιέρη (1865-1954), τον Γεώργιο Σαμαρτζή (1868-1925), τον Σπυρίδωνα Σκαρβέλη (1868-1942), τον Ανδρέα Βρανά (1870-1935), τον Στέφανο Τριβώλη (1883-1942), τον Διονύσιο Σγούρο (1887-1977), ο Στέφανος Σγούρος ακολούθησε την παράδοση στην απόδοση του φυσικού, φιλοτεχνώντας έγα θρησκευτικής και κοσμικής ζωγραφικής, εικόνες, εικονογραφημένες οροφές (ουρανίες), ιερά λάβαρα, προσωπογραφίες, τοπιογραφίες, ηθογραφικά θέματα, νεκρές φύσεις, με τις τεχνικές της ελαιογραφίας και της υδατογραφίας και πλήθος σχεδίων.

Αντιπροσωπευτικά δείγματα όλων των ειδών παρουσιάστηκαν στην αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη το καλοκαίρι του 2005 στη Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Κερκυραίων, μέσω της οποίας μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη από την παλαιότερη υδατογραφία του 1942 έως και τις πιο πρόσφατες δημιουργίες, με ένα κενό για την περίοδο 1960-1970, που υπάρχει κυρίως λόγω των πωλήσεων όλων των έργων, αλλά και λόγω της εργασίας σε ναούς.
Η σειρά με τις προσωπογραφίες κυρίως της οικογένειας και η χρήση της ελαιογραφίας δηλώνει εμφανώς την επίδραση από την τέχνη του Διονύσιου Σγούρου που υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του Στέφανου, αλλά και τις έμμεσες επιρροές από την τέχνη των παλαιοτέρων Γεωργίου Σαμαρτζή και Ανδρέα Βρανά. Η αρτιότητα που παρουσιάζουν τα έργα αυτά, με χαρακτηριστικότερη την προσωπογραφία του πατέρα Διονύσιου Σγούρου (1988) μας γνωστοποιεί την δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη και μας προτρέπει να την αναζητήσουμε στις απεικονίσεις και των ιερών προσώπων στις αγιογραφίες, όπως για παράδειγμα του «Προφήτη Δανιήλ» (1974).
Τη δημιουργία απεικονίσεων με στοιχεία ψυχογραφίας μας μαρτυρούν και τα σχέδια με πρόσωπα που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή, ενδεικτικά των οποίων οι προσωπογραφίες του «Επισκόπου Μεθοδίου» και της «νεαρής κυρίας» (1956). Την ικανότητα στη σύνθεση αλλά και στην ρεαλιστικότερη απόδοση μας παρουσιάζει η «Σταύρωση» (1983) που ανήκει στο είδος της αγιογραφίας επτανησιακού τύπου και έχει ζωγραφισθεί με την τεχνική της ελαιογραφίας. Η προτίμηση του καλλιτέχνη στις ηθογραφικές σκηνές , η διαρκής ενασχόλησή του με την αποτύπωση της πραγματικότητας σε έργα υδατογραφίας, μπορεί να διαπιστωθεί σε πολλά από τα έργα του. Σε ορισμένα, τα μεμονωμένα πρόσωπα αποτελούν τους πρωταγωνιστές, όπως στον «Μικρό Τσολιά» και στη «Γιαγιά» (1956). Χαρακτηριστικές σκηνές της καθημερινής ζωής επιλέγονται και παρουσιάζονται εμπρός μας με τρόπο περιγραφικό αλλά και σαφή. Η ακριβής αναπαράσταση που μεταφέρει φωτογραφικά το αντικείμενο στην εικόνα διαπιστώνεται και στις νεκρές φύσεις. Ο ρεαλιστικός τρόπος κυριαρχεί και στα έργα της τοπιογραφίας, είτε πρόκειται για τοπία της υπαίθρου, είτε για αστικά τοπία.
Ο ακαδημαϊσμός συχνά υποχωρεί έναντι μίας πιο συναισθηματικής αντιμετώπισης. Ενδεικτικά παραδείγματα οι υδατογραφίες του «Παλαιού Φρουρίου» (1979) και της «συνοικίας της Τενέδου» (1984). Η μελέτη της φυσιοκρατικής απόδοσης της φωτοσκίασης μας παρουσιάζει εδώ πολύ αξιόλογα αποτελέσματα και εντάσσει το έργο αυτοδίκαια στην παράδοση της κερκυραϊκής υδατογραφίας. Το κερκυραϊκό τοπίο αποκτά μία ακόμα μυθική όψη του που πηγάζει από έναν ποιητικό ρεαλισμό. Κατασκευάζεται επομένως για άλλη μια φορά στην ιστορία της κερκυραϊκής ζωγραφικής, η ταυτότητά του ως τροφοδότη της μυθοπλασίας για την τοπική καλλιτεχνική γλώσσα και εδώ θα πρέπει να εντοπίσουμε τη σημασία της τέχνης του Στέφανου Σγούρου και τη συμβολή της στη σύγχρονη ελληνική τέχνη.
Πηγή: κείμενο της ιστορικού τέχνης Μαρίας Μελέντη με αναφορά στην αναδρομική έκθεσητου Στέφανου Σγούρου στη Δημοτική Πινακοθήκη του Δήμου Κερκυραίων το 2005.