Ιστορίες της Κατοχής (1) |
Γράφει ο/η Σπύρος Δ. Κένταρχος | |
28.10.12 | |
![]() Από το ημερολόγιο που άφησε ο Σπύρος Δημ.Κένταρχος αντιγράφουμε: «Το 1940, 1η Οκτωβρίου, έγινε επιστράτευσις 10 ηλικιών, από το 1930 και νεωτέρων και ετοποθετήθησαν όπως και εις την προηγούμενην επιστράτευσιν, εκτός του Ζυγού που μεταφέρθηκαν εις το Γουβί. Εις την Κορακιάνα, εις την αίθουσα του Συνεταιρισμού έμεινε πυροβολικό, ενώ τα πυροβόλα ήτανε σε Άγιον Ηλία… Ήτανε μεγάλη έλλειψις τροφίμων, ζάκχαρη μία ογγιά το άτομο κάθε 15 ημέρας…Τον Οκτώβριο, τας 28 και ώρα 3 π.μ. κήρυξε η Ιταλία τον πόλεμον της Ελλάδος και τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν εις το ελληνικόν έδαφος μέχρι Γουμενίτσης, αλλά έγινε η επιστράτευσις, η Ελλάς εσυγκέντρωσε δυνάμεις και ανέκοψαν την προέλασιν. Την 1η Νοεμβρίου τρία ελληνικά καταδρομικά εβομβάρδισαν τoν Καλαμάν, όπου ήτανε συγκεντρωμέναι ιταλικαί δυνάμεις ιππικού και από 600 έμειναν μόνον 15. Την δε 2α Νοεμβρίου, ημέρα Παρασκευή, ήρχισαν τα αντίποινα και ήρχισε ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας από αεροπλάνα. Η πρώτη βόμβα έπεσε στην κλινική Βλάση και ακολούθως σε διάφορα μέρη της πόλεως, καθώς και εις το Σωκράκιον, όπου εφόνευσε τον Παρατηρηρήν του Φυλακίου, ένα παιδί από τους Σπάγους και έριξε το σπίτι του Σκούρια. Εσκότωσε δε και τα 2 παιδιά του Θανάση του καρολόγου, μεγάλα, ένα θηλυκό και ένα αρσενικό. Εγώ εδούλευα εις τον Σπαρτύλα, εις το σπίτι του Γκισδάκη και εβλέπαμε όλην την καταστροφήν των αεροπλάνων. Αφίσαμε την εργασίαν και ήλθαμε εις το χωριό, όπου εγκατέλειψαν όλοι τα σπίτια και πήγαν εις τας κατοικίας έξω. Τους βρήκα όλους στα Υψιά και στις 2 η ώρα τη νύκτα ήλθε διαταγή να φύγουμε από πλησίον του χωριού, διότι θα στήσουν αντιαεροπορικά στο βουνό. Πήγαμε εις Μεροβίγλι με τη Ρίνη και το Γιώργη αγκαλιά και στο άλογο του Μάη τα πράγματά μας, σαν τους πρόσφυγες. Ήτανε η οικογένεια η δική μου, του Μάη, του Χειμώνα και του Καπώνη… Ο βομβαρδισμός ήτανε συνεχής. Κάθε μέρα είχαμε επιδρομές. Την μεγαλύτερη ημέρα επιδρομών είχαμε της Αγίας Αικατερίνης: 23 επιδρομάς με 12 βομβαρδισμούς σε διάφορα μέρη της Νήσου, καθώς και εις το Σκριπερό εις την Γράβα. Εγώ εδούλευα εις τον Βασιλικόν του Σπύρου Παπαγιάννη και έβαζα σκόρδα και εκείνη την ημέρα έτρεχα στις σφαλιές, τα δε βλήματα έφθασαν μέχρι εκεί και έκοψαν κλαριά από ελιές. Την άλλη μέρα, του Αγίου Στυλιανού, ήτανε πάλι τα ίδια και εμβοβάρδισαν και εις τον Άγιον Ισίδωρον εις τας στροφάς, έριξαν μέχρι 20 βόμβες. Ήτανε τρία αεροπλάνα. Εγώ ήμουνα κρυμμένος εις την ελιά που είναι πλησίον του Τσεμπέλη την κορυφή, κάτω από του Μπουρλάκου, που έχει τρεις κλώνους. Την άλλη μέρα είχαμε βομβαρδισμό από θαλάσσης. Εβαρούσαν από τον Παντοκράτορα μέχρι το Σιδάρι, όλα τα’ Αγύρου. Έριξαν μέχρι 1.200 οβίδες, αλλά δεν έκαμαν τίποτε, μόνον ένας στρατιώτης τραυματίας και μία γυναίκα στο Σιδάρι. Εν συνόλω έγιναν μέχρι της καταλήψεως της Κέρκυρας από τους Ιταλούς, περί τους 67 βομβαρδισμούς…Εις το χωριό (αφού το νησί είχε πλέον καταληφθεί) ήτανε έδρα του 18ου Συντάγματος και έμεναν περί τους 100 άνδρες εις την Μηχανή, ο δε Διοικητής εις το σπίτι του Τσότσορου, εις του Γογγύλη τα γραφεία του Συντάγματος, στου Πελή, στο Σύλλογο, στου Πολυλά, στου Μούλου και αλλού (έμεναν) αξιωματικοί, εις του Μπουρλάκου ιταλική αστυνομία, καθώς και εις το Σκριπερό. Είχαμε πείνα μεγάλη. Ψωμί 4 ογγιές, πότε μας δίνανε και πότε όχι, 2 ½ ογγιές μανέστρα δια 15 ημέρας, 5 ογγιές ρύζι και 5 ογγιές ζάχαρη για κάθε άτομο. Το κρασί 20 δρ. το καρτούτσο, το λάδι 27, τα αβγά 8, οι πατάτες 10. Άλλα είδη δεν υπήρχαν…» |
|
Τελευταία ανανέωση ( 28.10.14 ) |